Κυριακή 27 Μαρτίου 2011
Ερνηνείες και παρερμηνείες...
Επειδή ολοένα και πληθαίνουν τα κρούσματα εκείνων που αναρτούν σύμβολα χωρις να γνωρίζουν τον συμβολισμό τους, σας παραθέτω τι ακριβώς συμβόλιζε-σήμαινε η σημαία της «Κρητικής Πολιτείας».
Η σημαία της «Κρητικής Πολιτείας» βασίζονταν σε μια παραλλαγή της ελληνικής σημαίας του 1822. Τα τρία γαλάζια τεταρτημόρια, συμβόλιζαν την χριστιανική-ελληνική πλειοψηφία της Κρήτης. Το τέταρτο όμως, χρώματος ερυθρού,συμβόλιζε την μουσουλμανική-τουρκική μειονότητα. Αυτό περιείχε ενα λευκό αστέρι και συμβόλιζε-δήλωνε την υψηλή επικυριαρχία του Σουλτάνου στο νησί. Θα πρέπει να τονιστεί εδώ, ότι ουδέποτε υπήρξε ανεξάρτητο κράτος της Κρήτης, αλλά μια (ημι)αυτόνομη και πλήρως ελεγχόμενη περιοχή από τις Μεγάλες Δυνάμεις. Ως εκ τούτου, η σημαία δεν συμβόλιζε την ανεξάρτητη Κρήτη, αλλά την υποταγή στην Οθωμανική Πύλη καθώς το νησί εξακολουθούσε να αποτελεί εδαφικό τμήμα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Επιπλέον, η συγκεκριμένη σημαία, ουδέποτε αποτέλεσε αγωνιστικό ή επαναστατικό σύμβολο που καθιερώθηκε από τους Κρήτες. Ήταν απλά μια επινόηση των Μεγάλων Δυνάμεων και του Σουλτάνου (το αστέρι μπήκε μετά από δική του απαίτηση).
Η σημαία λοιπόν της «Κρητικής Πολιτείας»(πέραν της όποιας ιστορικής σημασίας στην νεότερη ιστορία) δεν αποτελεί ένα σύμβολο το οποίο θα πρέπει να δημιουργεί «ρίγη» συγκίνησης και συναισθήματα «υπερηφάνιας» σε κανέναν Κρητικό.
Τέλος αξίζει να σημειωθεί ότι η σημαία της Κρητικής Πολιτείας αναρτούνταν (υποχρεωτικά) μόνο στα «κυβερνητικά» κτήρια και «δημόσιες» υπηρεσίες. Οι γνήσιοι Κρήτες, στα σπίτια τους είχαν την σημαία της Ένωσης με την Ελλάδα.
www.pare-dose.net
Πέμπτη 24 Μαρτίου 2011
Οι Συνέπειες της Κρίσης
Galileo
Great mind
Einstein
Genius mind
Newton
Extraordinary mind
Bill Gates
Brilliant mind
Never mind
FW: ΘΕΛΩ ΤΙΠΟΤΑ ΑΛΛΟ?
ΔΩΔΕΚΑ ΜΗΝΕΣ ΠΑΣΟΚ ΜΕ ΒΟΗΘΗΣΕ
ΓΙΑΤΙ:
1. Έκοψα το...τσιγάρο (έκανα 2 πακέτα την ημέρα..)
2. Έκοψα το φαγητό απ' έξω (Goody's κλπ σε πακέτο κάθε μέρα)
3. Έκοψα το......αυτοκίνητο (χρησιμοποίησα τις γ....τες μεταφορές με ΜΕΤΡΟ, ΗΣΑΠ)
4. Πούλησα το αυτοκίνητο (εξοικονόμησα 4.000 ευρώ από την πώληση)
5. Έκοψα τις εξόδους (ήθελα 50 ευρώ κάθε Παρασκευή για clubing)
6. Έκοψα τη σύνδεση του κινητού (έχω κάρτα και κάνω αναπάντητες)
7. Έκοψα τις άμεσες επαφές με φίλους (και το chat καλό είναι.)
8. Σταμάτησα να αγοράζω ρούχα
9. Σταμάτησα να κάνω και δώρα (εννοείται)
10. Με χώρισε η γκόμενα μου (λογικό)
Η "σούμα":
1. Τσιγάρο: 6 ευρώ Χ 365 μέρες = 2.190 ευρώ
2. Goody's: 5 ευρώ Χ 365 μέρες= 1.825 ευρώ
3. Βενζίνη: 50 ευρώ Χ 52 εβδομάδες= 2.600 ευρώ
4. Πώληση αυτοκινήτου: 4.000 ευρώ
5. Clubbing: 50 ευρώ Χ 52 εβδομάδες= 2.600 ευρώ
6. Σύνδεση κινητού: 40 ευρώ Χ 12 μήνες= 480 ευρώ
7. Φίλοι: 52 καφέδες Χ 4 ευρώ= 208 ευρώ
8. Ρούχα: 500 ευρώ
9. Δώρα: 500 ευρώ
10. Γκόμενα - Χωρισμός: Αξία ανεκτίμητη
Αποτέλεσμα...:
Δεκατέσσερις χιλιάδες εννιακόσια τρία ευρώ...(14.903)!!!
Είδατε ???? ΛΕΦΤΑ ΥΠΑΡΧΟΥΝ και εγώ τα πέταγα !!!!!
Για να μην αναφέρω και... ότι γλίτωσα από:
1. Καρκίνο πνευμόνων
2. Διαιτολόγο
3. Τροχαία
4. Εφορία
5. Αλκοτέστ
6. Φλυαρία
7. Παρεξηγήσεις
8. Κινέζικες απομιμήσεις
9. Υποχρεώσεις
10. Προφυλακτικά και ανεπιθύμητη εγκυμοσύνη
ΘΕΛΩ ΤΙΠΟΤΑ ΑΛΛΟ;;;
Κυριακή 13 Μαρτίου 2011
Ευρωπαϊκό ψυχόδραμα
Σάββατο 12 Μαρτίου 2011
Χορεύοντας με τα ...Μνημόνια
Είναι οι αλλαγές του μνημονίου μεταρρυθμίσεις;
Παρασκευή 11 Μαρτίου 2011
Ποιοι είναι οι κάτοχοι του ελληνικού χρέους;
Süddeutsche Zeitung: Πέντε σενάρια για την οικονομική κρίση
Ένας νέος Διαφωτισμός, η θεωρία του Πολυσύμπαντος
Ποια Ευρώπη θέλουμε;
Πέμπτη 10 Μαρτίου 2011
Φονταμενταλισμός και νεωτερικότητα
Τα πρόσφατα τρομοκρατικά γεγονότα στη Βομβάη φέρνουν πάλι στο προσκήνιο την προβληματική γύρω από τον θρησκευτικό φονταμενταλισμό. Σε αυτό το άρθρο εξετάζω τη σχέση του φονταμενταλισμού με τη νεωτερικότητα. Ο φονταμενταλισμός, στο επίπεδο της ιδεολογίας, τονίζει την επιστροφή σε μια χρυσή εποχή όπου κάποιες βασικές αρχές (τα «fundamentals») κυριαρχούσαν στον ιδιωτικό και δημόσιο βίο. Στην πραγματικότητα όμως, στο επίπεδο της κοινωνικής οργάνωσης ο φονταμενταλισμός δεν είναι ούτε επιστροφή σε κάποια παραδοσιακή κατάσταση, ούτε «απομεινάρι» ενός αρχαϊκού κόσμου που νομοτελειακά η εξελικτική πορεία της ανθρωπότητας θα εξαφανίσει. Ο φονταμενταλισμός ως κοινωνικό σύστημα είναι ένα καθαρά νεωτερικό φαινόμενο.
Συνήθως ταυτίζουμε τη νεωτερικότητα με το είδος των φιλελεύθερων κοινωνιών που κυριάρχησαν στη Δύση μετά την ήττα των δυνάμεων του Αξονα στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Ξεχνάμε όμως πως αυταρχικές κοινωνίες όπως αυτή της ναζιστικής Γερμανίας, της σταλινικής Σοβιετικής Ενωσης και της φασιστικής Ιαπωνίας ήταν εξίσου νεωτερικές. Ξεχνάμε πως υπήρχε π.χ. ένας ναζιστικός εκσυγχρονισμός που δεν ήταν λιγότερο αποτελεσματικός από τον φιλελεύθερο. Ξεχνάμε επίσης πως η ήττα των δυνάμεων του Αξονα είχε συγκυριακό, παρά αναπόφευκτο χαρακτήρα. Ξεχνάμε με άλλα λόγια πως δεν υπάρχει μία αλλά πολλές νεωτερικότητες, μία εκ των οποίων είναι η φιλελεύθερη δυτική. Με βάση τα παραπάνω το επιχείρημα που θα αναπτύξω είναι πως ο φονταμενταλισμός στον χώρο της θρησκείας αποτελεί ένα αυταρχικό είδος νεωτερικής θρησκευτικότητας. Θα ξεκινήσω με λίγα λόγια πάνω στην έννοια της νεωτερικότητας. Αν επικεντρώσουμε την προσοχή μας όχι στον χώρο της τέχνης και της κουλτούρας αλλά στον χώρο των κοινωνικών δομών, η νεωτερικότητα αναφέρεται στο είδος της κοινωνικής οργάνωσης που κυριάρχησε στη Δυτική Ευρώπη μετά την αγγλική, βιομηχανική, και τη γαλλική επανάσταση. Ενέχει δύο βασικές διαστάσεις:
▅ Ενταξη στο εθνικό κέντρο
Η πρώτη διάσταση αφορά την έκλειψη της μη διαφοροποιημένης, «κλειστής» παραδοσιακής κοινότητας και του οικονομικού, πολιτικού, κοινωνικού και πολιτισμικού τοπικισμού που συνδέεται πάντα με αυτού του είδους την κοινωνική οργάνωση. Αυτή η έκλειψη οδηγεί στη μαζική κινητοποίηση και ένταξη του πληθυσμού σε αυτό που ο Β. Αnderson αποκαλεί «φαντασιακή κοινότητα» του κράτους-έθνους. Πράγματι η ανάπτυξη του κράτους-έθνους στον 19ο και 20ό αιώνα δημιούργησε ένα πλαίσιο μέσα στο οποίο η συγκέντρωση όχι μόνο των μέσων παραγωγής (Μarx) αλλά και των μέσων κυριαρχίας και πολιτισμικής παραγωγής (Weber) πήρε τεράστιες διαστάσεις: οι βασικοί πόροι περνούν από τα χέρια των τοπικών σε αυτά των εθνικών ελίτ και οι ταυτίσεις/ προσανατολισμοί των υποκειμένων μετατίθενται από την περιφέρεια στο κέντρο. Ετσι το κράτος/ έθνος (και με την αυταρχική και με τη δημοκρατική μορφή του) κατόρθωσε, με τη βοήθεια νέων τεχνολογιών, να σπάσει τους παραδοσιακούς τοπικισμούς και να διεισδύσει στην περιφέρεια της κοινωνίας σε βαθμό αδιανόητο στις προνεωτερικές κοινωνίες. Μια δεύτερη βασική διάσταση της νεωτερικότητας είναι η διαφοροποίηση του κοινωνικού ιστού σε ξέχωρους θεσμικούς χώρους (οικονομικό, πολιτικό, θρησκευτικό κ.λπ.), που ο καθένας έχει, τουλάχιστον δυνητικά, τη δική του λογική και τις δικές του αξίες. Η μοναδικότητα της νεωτερικής κοινωνικής οργάνωσης εδώ έγκειται στο γεγονός πως για πρώτη φορά στην ιστορία της ανθρωπότητας η κοινωνική διαφοροποίηση δεν περιορίζεται στην «κορυφή» του κοινωνικού σχηματισμού (όπως συνέβαινε στις μερικά διαφοροποιημένες παραδοσιακές κοινωνίες). Η κοινωνική διαφοροποίηση στη νεωτερικότητα είναι «ολική», δηλαδή διαπερνά όλη την κοινωνία, λειτουργεί από την κορυφή ως τη βάση της.
▅ Νεωτερική θρησκευτικότητα
Με βάση τα παραπάνω ο φονταμενταλισμός και ως λόγος και ως κοινωνική οργάνωση ενέχει τα δύο βασικά χαρακτηριστικά της νεωτερικότητας: την κινητοποίηση/ ένταξη στο εθνικό κέντρο και την ολική διαφοροποίηση θεσμικών χώρων. Οπως είναι γνωστό ο φονταμενταλισμός, ως θρησκευτικός προσανατολισμός, έχει παίξει σημαντικό ρόλο και στις τρεις αβραμαϊκές θρησκείες (ιουδαϊσμός, χριστιανισμός, ισλαμισμός). Στη σημερινή συγκυρία όμως είναι στους κόλπους του Ισλάμ που τα φονταμενταλιστικά κινήματα έχουν ιδιαίτερη ισχύ και καθορίζουν σε μεγάλο βαθμό το πολιτικό και κοινωνικό γίγνεσθαι. Παίρνοντας ως παράδειγμα χώρες της Μέσης Ανατολής και της Βόρειας Αφρικής, βλέπουμε στη μετααποικιοκρατική, μεταπολεμική περίοδο (κυρίως στις τρεις τελευταίες δεκαετίες) έναν ανερχόμενο φονταμενταλιστικό ισλαμισμό που αμφισβητεί τον εκδυτικισμό προτείνοντας έναν ισλαμικού τύπου θρησκευτικο-πολιτικό εκσυγχρονισμό.
Συγκεκριμένα, εστιάζοντας στη νεωτερική διάσταση της κινητοποίησης / ένταξης στο εθνικό κέντρο, βλέπουμε στις περισσότερες ισλαμικές κοινωνίες το πέρασμα από τη «μικρή» στη «μεγάλη» ή «υψηλή» θρησκευτική παράδοση. Η πρώτη αναφέρεται στο είδος της τοπικιστικής, μη διαφοροποιημένης θρησκευτικής κοινότητας που χαρακτηρίζεται από τον αναλφαβητισμό των μελών της, την κυριαρχία του προφορικού θρησκευτικού λόγου, τη διάσταση της μαγείας, τον δεισιδαίμονα προσανατολισμό προς το θείο, τη λατρεία τοπικών αγίων που λειτουργούν ως ενδιάμεσοι μεταξύ πιστών και Αλλάχ κτλ. Από την άλλη μεριά το «υψηλό» Ισλάμ χαρακτηρίζεται από την κεντρική σημασία του γραπτού λόγου, την έμφαση στα ιερά κείμενα που είναι αποσυνδεδεμένα από τοπικιστικές παραδόσεις και προκαταλήψεις, την ισχυροποίηση μιας κάστας νομομαθών θρησκευτικών ελίτ που ειδικεύονται στην κωδικοποίηση και ερμηνεία των ιερών κειμένων κτλ. Η κυριαρχία του υψηλού, εγγράμματου Ισλάμ, που γίνεται δυνατή με τη χρήση των νέων τεχνολογιών, σημαίνει την κινητοποίηση/ ένταξη των πιστών στην πιο ευρεία, εθνική θρησκευτική κοινότητα, σημαίνει τη μετατόπιση υλικών και συμβολικών πόρων από την περιφέρεια στο κέντρο- σημαίνει με άλλα λόγια τη συγκέντρωση όχι μόνο των μέσων παραγωγής και κυριαρχίας αλλά και των μέσων «σωτηρίας» στα χέρια μιας κεντρικά οργανωμένης θρησκευτικής ελίτ.
▅ Φονταμενταλιστική θρησκευτικότητα
Η νεωτερική θρησκευτικότητα δεν χαρακτηρίζεται μόνο από την κινητοποίηση/ ένταξη στο κέντρο, χαρακτηρίζεται επίσης από τη δεύτερη διάσταση της νεωτερικότητας- δηλαδή από τη διαφοροποίηση του θρησκευτικού χώρου από τους άλλους θεσμικούς χώρους (οικονομικό, πολιτικό κτλ.). Χαρακτηρίζεται με άλλα λόγια από τη διαδικασία της εκκοσμίκευσης. Οπως το θρησκευτικό στοιχείο συρρικνώνεται, η θρησκευτική λογική τείνει λίγο- πολύ να διαφοροποιείται από τη λογική των υπολοίπων θεσμικών χώρων. Είναι ακριβώς εναντίον αυτής της διαφοροποίησης/εκκοσμίκευσης που ο θρησκευτικός φονταμενταλισμός στρέφει τα πυρά του. Στην περίπτωση της μη φονταμενταλιστικής νεωτερικής θρησκευτικότητας (στο Ισλάμ, στον Χριστιανισμό και αλλού) η διαδικασία της εκκοσμίκευσης γίνεται αποδεκτή. Αργά ή γρήγορα βλέπουμε μια ισορροπία μεταξύ της λογικής του θρησκευτικού, του πολιτικού, του οικονομικού, του κοινωνικού χώρου. Στην περίπτωση φονταμενταλιστικών μορφών της νεωτερικής θρησκευτικότητας περνάμε από την ισορροπία των διαφοροποιημένων θεσμικών χώρων σε μια συστηματική προσπάθεια υπόθαλψης της αυτονομίας των μη θρησκευτικών λογικών, μια προσπάθεια ισοπεδωτικής κυριαρχίας του θρησκευτικού στοιχείου.
Αν επιστρέψουμε στο ισλαμικό παράδειγμα, ο ισλαμικός φονταμενταλιστικός λόγος και η επακόλουθη στρατηγική του έχει κεντρικό στόχο την κατάληψη της κρατικής εξουσίας ως το πρώτο στάδιο για τη διαμόρφωση ολόκληρης της κοινωνίας στη βάση ισλαμικών αρχών. Ετσι τα ισλαμικά φονταμενταλιστικά κινήματα που γιγαντώθηκαν μετά την αποτυχία του κοσμικού αραβικού σοσιαλισμού αποτελούν μια πολύ σοβαρή απειλή που στρέφεται εναντίον των κοσμικών κυβερνήσεων μιας σειράς αραβικών χωρών που χάνουν σταδιακά τη λαϊκή τους βάση. Και είναι ακριβώς για αυτόν τον λόγο που αυταρχικές κοσμικές κυβερνήσεις, όπως αυτές της Αιγύπτου, της Τυνησίας, της Αλγερίας, προσπαθούν με λιγότερο ή περισσότερο βίαιο τρόπο να εξουδετερώσουν τον ανερχόμενο φονταμενταλισμό που αμφισβητεί την εξουσία των κοσμικών πολιτικών ελίτ. ▅ Σούνακαι Χαντίθ
Οσο για τις χώρες όπου οι ισλαμιστές βρίσκονται στην εξουσία, ο στόχος διαμόρφωσης ολόκληρης της κοινωνίας στη βάση της ισλαμικής κοσμοθεωρίας υλοποιείται με τη δημιουργία θεσμών όπου οι θρησκευτικές ελίτ έχουν μεγάλη επιρροή ή και κυριαρχούν όχι μόνο στον θρησκευτικό αλλά και στον πολιτικό χώρο. Ετσι είτε εξετάσουμε ριζοσπαστικά καθεστώτα όπως αυτό του σιιτικού Ιράν, είτε συντηρητικά καθεστώτα όπως αυτό της σουνιτικής Σαουδικής Αραβίας, σε όλες τις περιπτώσεις βλέπουμε μια συστηματική προσπάθεια διαμόρφωσης της κοινωνίας στη βάση των αμετάβλητων ιερών κανόνων του Κορανίου (Σούνα και Χαντίθ) και των εξελισσομένων ερμηνειών της Σαρία από τους νομομαθείς ουλέμα. Στις παραπάνω περιπτώσεις η διαφοροποίηση θεσμικών χώρων εξακολουθεί να υφίσταται- άρα δεν έχουμε, όπως πολλοί νομίζουν, επιστροφή σε μια μη διαφοροποιημένη παραδοσιακή κατάσταση. Αλλά οι αυτόνομες λογικές και αξίες των μη θρησκευτικών χώρων αμβλύνονται. Γιατί στα φονταμενταλιστικά καθεστώτα οι ισλαμικές κοινωνίες δεν καθορίζουν μόνο τον θρησκευτικό χώρο αλλά και αυτόν της παιδείας, της τέχνης, της μόδας, των επαγγελμάτων κτλ.
Συμπερασματικά ο φονταμενταλισμός στον χώρο της λατρείας του θείου είναι μια αυταρχική, νεωτερική μορφή του θρησκευτικού φαινομένου. Πρόκειται για έναν αυταρχισμό που στο επίπεδο του κοινωνικού συστήματος προσπαθεί να υποσκάψει τις ιδιαίτερες λογικές και αξίες των μη θρησκευτικών θεσμικών χώρων που η νεωτερικότητα δημιουργεί. Στο επόμενο άρθρο μου θα συνεχίσω την εξέταση του φονταμενταλιστικού φαινομένου επικεντρώνοντας την προσοχή μου λιγότερο στην κοινωνική οργάνωση και περισσότερο στη συγκρότηση της φονταμενταλιστικής προσωπικότητας.
Ο κ. Νίκος Μουζέλης είναι ομότιμος καθηγητής Κοινωνιολογίας στην LSΕ.
Τετάρτη 9 Μαρτίου 2011
Εθνικισμός και κοσμοπολιτισμός
Το κράτος-έθνος δεν κατάφερε μόνο να εντάξει τον πληθυσμό στο εθνικό κέντρο. Κατάφερε επίσης να ομογενοποιήσει τον πληθυσμό μιας επικράτειας είτε με ειρηνικά μέσα (σχολείο, στρατιωτική θητεία κτλ.), είτε με βίαια (π.χ. η εξολόθρευση των Αρμενίων στην Τουρκία). Ο εθνικισμός, ως ιδεολογία, ήταν χρήσιμος, αν όχι απαραίτητος, στη δημιουργία σύγχρονων κρατών, ιδίως στις περιπτώσεις διάλυσης δυναστικών αυτοκρατοριών, όπως αυτές των Αψβούργων και των Οθωμανών. Σε αυτές τις περιπτώσεις ο εθνικισμός ήταν η κύρια κινητήρια δύναμη και για την ανεξαρτησία και, στο εσωτερικό της επικράτειας, για την πάταξη τοπικιστικών δυνάμεων που αντετίθεντο στη δημιουργία ισχυρού εθνικού κέντρου. Και βέβαια, ο εθνικισμός στα Βαλκάνια υπήρξε βάση πολεμικών συγκρούσεων μεταξύ των νέων ανεξάρτητων χωρών που είχαν ανταγωνιστικούς στόχους.
Τα πράγματα αλλάζουν μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Στη Δύση η αποικιοκρατία καταρρέει, ενώ οι φρικιαστικές εκατόμβες και η γενοκτονία των Εβραίων και άλλων μειονοτήτων (αποτελέσματα ενός ακραίου, παρανοϊκού γερμανικού εθνικισμού) κάνουν τους πολίτες και των ηττημένων δυνάμεων του Αξονα και των Συμμάχων να κοιτάζουν με καχυποψία τους σοβινιστικούς εθνικισμούς- είτε αυτοί παίρνουν αποικιοκρατική μορφή είτε τη μορφή αλυτρωτικών διεκδικήσεων.
Οι ευρωπαίοι πολίτες και στο κέντρο και στη νοτιοανατολική ημιπεριφέρεια αρχίζουν σταδιακά να ενδιαφέρονται λιγότερο για τη «δόξα των όπλων» και περισσότερο για την ποιότητα ζωής, λιγότερο για στρατιωτικές περιπέτειες και περισσότερο για τη δημοκρατία και το κράτους δικαίου, λιγότερο για την κατάκτηση εδαφών και περισσότερο για τη διάχυση κοινωνικοοικονομικών δικαιωμάτων. Με άλλα λόγια, το κοινωνικο-δημοκρατικό και ανθρωπιστικό στοιχείο υπερτερεί του γεωπολιτικού. Ετσι περνάμε από τον επιθετικό εθνικισμό στον πατριωτισμό του πολίτη ή του Συντάγματος (Ηabermas).
Δεν είναι περίεργο μάλιστα το ότι μετά την επούλωση των πληγών του Εμφυλίου η πλειονότητα των ελλήνων πολιτών ενδιαφέρεται λιγότερο για αλυτρωτικούς αγώνες και περισσότερο για την πάταξη του κρατικού δεσποτισμού, της διαφθοράς, την ανάπτυξη του κοινωνικού κράτους και την αναβάθμιση της Παιδείας. Αυτού του είδους τα προτάγματα μπορεί να μην εκπληρώθηκαν. Αποτελούν όμως προτεραιότητες για τον μέσο πολίτη.
Τέλος, το πέρασμα από τον εθνικισμό στον πατριωτισμό του Συντάγματος δεν σημαίνει βέβαια την εξαφάνιση της παραδοσιακής κουλτούρας. Μπορεί και πρέπει να σημαίνει τη μετουσίωση της παράδοσης μέσω νέων πολιτισμικών μορφών (στον χώρο των γραμμάτων, της τέχνης, της διανόησης) που συνδέουν το παλιό με το νέο, που φέρνουν πιο κοντά στη σημερινή πραγματικότητα πατροπαράδοτους τρόπους ζωής και έκφρασης.
Τα πράγματα αλλάζουν πάλι στις δεκαετίες του ΄70 και του ΄80. Η ραγδαία νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση δημιούργησε και εξακολουθεί να δημιουργεί τεράστιες κοινωνικές ανισότητες και μεταξύ χωρών και στο εσωτερικό της κάθε χώρας. Στην Ελλάδα ένα μεγάλο κομμάτι του πληθυσμού περιθωριοποιείται. Σε αυτό το πλαίσιο η νεοφιλελεύθερη ιδεολογία θεοποιεί την αγορά και προωθεί την καταναλωτική κουλτούρα. Από την άλλη, δημιουργεί στα περιθωριοποιημένα στρώματα ανάγκες που δεν μπορούν να ικανοποιήσουν.
Αυτή η κατάσταση οδήγησε σε δύο αντικρουόμενες αντιδράσεις. Αυτοί που είναι θύματα της παγκοσμιοποίησης βλέπουν με καχυποψία το άνοιγμα προς τον έξω κόσμο, περιχαρακώνονται, είναι εχθρικοί προς το ευρωπαϊκό και παγκόσμιο γίγνεσθαι. Και όπως η παγκοσμιοποίηση εντείνει την εισροή μεταναστών από τις φτωχές στις σχετικά πλούσιες χώρες, οι τελευταίοι μετατρέπονται σε αποδιοπομπαίους τράγους που ευθύνονται για όλα τα δεινά της χώρας. Ετσι βλέπουμε την επιστροφή ενός παρωχημένου, ξενοφοβικού εθνικισμού, κυρίως στον χώρο των λαϊκών τάξεων.
Από την άλλη μεριά τώρα, οι κερδισμένοι από το παγκόσμιο άνοιγμα των αγορών, ιδίως αυτοί που πλούτισαν εύκολα και απότομα, απεμπολούν και το εθνικιστικό και το πατριωτικό στοιχείο. Γίνονται πολίτες του κόσμου ή μάλλον καταναλωτές σε πλανητικό επίπεδο. Αποσυνδέονται από τις εθνικές ρίζες και εντάσσονται σε μια μεταμοντέρνα καταναλωτική κουλτούρα. Ετσι οι κοσμοπολίτικες, νεοπλουτίστικες ελίτ δεν ενδιαφέρονται ούτε για τα ανθρώπινα δικαιώματα του συνταγματικού πατριωτισμού ούτε για τα εθνικά ιδεώδη.
Ευτυχώς με την παγκοσμιοποίηση δεν έχουμε μόνο τον κοσμοπολιτισμό των jet set και των golden boys. Εχουμε, κυρίως στη νέα γενιά, έναν αντικαταναλωτικό, ανθρωπιστικό κοσμοπολιτισμό που επικεντρώνεται στα προβλήματα των μεταναστών, της παγκόσμιας φτώχειας και της κλιματικής αλλαγής. Αυτού του είδους ο κοσμοπολιτισμός παίρνει τη μορφή κινημάτων που εντάσσονται στη διαμορφούμενη παγκόσμια κοινωνία των πολιτών- κινημάτων, όπως η Greenpeace, οι Γιατροί Χωρίς Σύνορα, η Διεθνής Αμνηστία κτλ.
Συμπερασματικά, το εθνικιστικό, το πατριωτικό και το κοσμοπολίτικο στοιχείο αποτελούν σήμερα μιαν αλυσίδα, ο αδύναμος κρίκος της οποίας είναι το πατριωτικό, ο πατριωτισμός του Συντάγματος. Οσο η κοινωνική περιθωριοποίηση και οι ανισότητες εντείνονται, τόσο ο φοβικός εθνικισμός από τη μια μεριά και ο καταναλωτικός κοσμοπολιτισμός από την άλλη θα καθορίζουν το κοινωνικό γίγνεσθαι.
Ο κ. Νίκος Μουζέλης είναι ομότιμος καθηγητής Κοινωνιολογίας στη London School of Εconomics.
The Arab Democracy Paradox
The unprecedented spread of pro-democracy protests across the Arab world in the past few weeks has taken almost everyone by surprise। As the protests have spread, pundits around the world are scrambling to make sense of them। Roughly speaking, the explanations for the protests can be summarized by discontent around three basic issues: a lack of accountability, a lack of democracy and a lack of jobs
But if we take a deeper look, we find even more holes in these explanations. Many of the Arab countries that are now experiencing rebellions should not be considered development failures; in many ways, they are actually development successes. In last year’s UN Human Development Report’s assessment of progress, Arab countries do remarkably well. Five Middle Eastern countries are in the top 10 in terms of improvements in the Human Development Index. They include Tunisia, Algeria and Morocco, and Egypt is not far behind [1]. The advances in this region are mainly due to significant improvements in health and education. Even Libya and Iran do well in this long-term assessment despite very low or even negative growth because they saw very rapid advances in life expectancy and school enrollments.
What is striking about the countries of the Middle East is how much they have changed in comparison to other countries that were similar to them 40 years ago. In 1970, Tunisia had lower life expectancy than Congo and Morocco had fewer children in school than Malawi. In fact, it is only over the past four decades that North Africa has become distinctly more developed than the rest of Africa.
Therefore, the democratization movement that is beginning to take shape in the Arab world is a result of development progress and not because it has failed at development. This imbalance between socioeconomic development and democratization is what the 2010 Human Development Report has referred to as the “democratic deficit” in the Arab world. This argument retakes the hypothesis put forward by American sociologist Seymour Martin Lipset more than 50 years ago that the demand for democracy is a result of broader processes of modernization and development. In the long run, it is very difficult for societies that have attained high living standards to tolerate living under autocratic regimes.
But in considering Lipset’s hypothesis, it is important to think carefully about what is meant by development. Much of the scholarship on development has uncritically adopted the view that development is the same as growth in per capita income. From this perspective, the “development causes democracy explanation” would not make sense for the Arab world because the Middle East is not a high growth region in terms of per capita income.
However, the Arab world has experienced very rapid improvements in health and education indicators, which is why a broader measure of development (like the Human Development Index) classifies them as success stories. Life expectancy in North Africa, for example, grew from 51 to 71 years between 1970 and 2010. In countries with similar starting points, life expectancy only grew by 8 years. The share of children in school expanded from 37 to 70 percent (33 percentage points) while in countries with similar starting points it grew by 23 percentage points. For these reasons, the Jasmine revolutions are unlikely to extend to authoritarian regimes in Sub-Saharan Africa, where the pace of improvements in health and education has been much slower. Furthermore, ethnic fractionalization in SSA makes it much more difficult to organize unified mass protests against autocratic regimes.
Access to health and education is arguably a much better measure of the development that is needed for the emergence of democracy. Health and education are often necessary preconditions for meaningful participation in public life. It is also the case that progress in health and education often occurs through the extension of services to disadvantaged and disenfranchised groups. Simply put, once education becomes accessible to a large fraction of the population, it is very hard for an elite group to continue to justify to the exclusion of resources and privileges to the general population.
Much of the Arab world has reached a level of development that is inconsistent with its political system. As citizens in Middle Eastern countries became richer, healthier and more educated, they became much less willing to tolerate being ruled by predatory elites. This interpretation broadly confirms what we are witnessing in the streets of the Middle East. These protests are an the expression of a pro-democracy movement that is often being led by university-educated youth who form part of an emerging middle class that is no longer willing to live under semi-feudal autocrats. While the political systems that emerge from these regime transitions will take time to consolidate, there is little chance that these countries will veer back toward authoritarian rule.
These conclusions are confirmed by existing data. According to the Human Development Report , of the 83 countries that have attained at least a high level of human development only 19 (less than a fourth) are non-democracies. Of these countries, more than half are in the Middle East – among them are Libya, Bahrain, Algeria and Tunisia [2]. What was atypical about the Arab world up until now is that it was generally remarkably authoritarian, given its high level of development. Thus, the current day Jasmine revolutions are the result of this “Arab paradox” of development success without subsequent democratization.
Figures: Democracies and Non-democracies by Level of Development and Region
Notes: HDI refers to the year 2010; the democracy category refers to the year 2008; the definition of democracy applied includes only democracies which have had an alteration of ruling parties.
Source: Human Development Report 2010, and Cheibub, Gandhi, and Vreeland (2009).
The emergence of pro-democracy movements in North Africa prompts us to also carefully reconsider how we think about and measure governance. These countries in the Middle East have governance structures that have fallen out of sync with their socioeconomic development, causing a sea change in political movements. But often in public and policy discourse the concept and measurement of governance is confused with the measurement of quality of life. For example, the 2010 Ibrahim Index of African Governance placed Tunisia and Egypt in reasonably high positions – eighth and ninth respectively – but this was because human development was actually a component of the index. Once we disaggregate the measure, we find that these countries do very poorly in the dimensions of rule of law, accountability and corruption, participation and human rights.
Getting the explanation for the Arab transition to democracy right is extremely important to ensuring the future stability if the region. If one thinks that Arab political systems are in crisis because their development models failed, then one is likely to advocate for wholesale change in these models. While there are of course many legitimate reasons to consider significant changes to the way in which development and economic policies are framed in these countries, we should bear in mind that by and large their policies were successful in improving the health and education of their population and in some cases in generating sustained economic growth. Taking away these achievements would be the greatest threat to the prospects for Arab democracy.
Footnote:
[1] In this article, the terms “Arab states” and “Middle East” are used interchangeably, to refer broadly to the Middle East and North Africa region. This region includes some states that are not ethnically Arab, such as Morocco and Iran, and excludes Arab states in the Sub-Saharan Africa region.
[2] Of the rest, six are in Eastern Europe, where high levels of education are a legacy of the Soviet system.
Κυριακή 6 Μαρτίου 2011
Οι ελληνικές πτωχεύσεις: πολιτικές εξελίξεις και ξένες επεμβάσεις*
Μπροστά στο ενδεχόμενο μιας πτώχευσης εξαιτίας του τεράστιου εξωτερικού δημόσιου χρέους είναι ανάγκη να αναμοχλεύσουμε τις αντίστοιχες περιπτώσεις του 19ου κα του 20ου αιώνα. Η πρώτη επίσημη ελληνική πτώχευση μας πηγαίνει πίσω στο 1827, πριν ακόμη αναγνωριστεί το « Βασίλειον της Ελλάδος», όταν η ελληνική διοίκηση του Ιωάννη Καποδίστρια αδυνατεί να πληρώσει τα τοκοχρεωλύσια των «δανείων της Ανεξαρτησίας». Έκτοτε, το ελληνικό αστικό κράτος θα κηρύξει πτώχευση τρεις ακόμη φορές ( 1843,1893/97,1932).
Οι πτωχεύσεις αυτές συνέβαλαν πάντοτε σε πολιτικές ανακατατάξεις και σε παρεμβάσεις των μεγάλων δυνάμεων. Παίρνοντας υπόψη αυτή την ιστορική εμπειρία η ελληνική αριστερά χρειάζεται να χαράξει μια νέα πολιτική που θα οδηγήσει τον ελληνικό λαό στην ανατροπή των σημερινών του αδιεξόδων.
Η πρώτη πτώχευση του 1827
Η αναγνώριση της ελληνικής ανεξαρτησίας ήταν προϊόν των πολεμικών επιτυχιών των ελλήνων κυρίως από το 1821 ως το 1824, του φιλελληνικού κινήματος και κυρίως του ανταγωνισμού των μεγάλων δυνάμεων της εποχής. Το πρωτόκολλο του Λονδίνου του 1830 αποτελεί έναν «έντιμο» συμβιβασμό για τα συμφέροντα τους. Το νεοϊδρυθέν ελληνικό προτεκτοράτο υπήρξε δέσμιο του διεθνούς συστήματος ασφαλείας αλλά και του βρετανικού κυρίως χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου.
Οι χρηματοπιστωτικοί οίκοι του Λονδίνου εκχώρησαν το 1824 και 1825 τα περιβόητα «δάνεια της ανεξαρτησίας» με επαχθείς όρους για τους επαναστατημένους Έλληνες. Ένα μόνο μικρό ποσό από τα συνολικά ποσά των δανείων δαπανήθηκε για τις ανάγκες της επανάστασης. Το μεγαλύτερο σπαταλήθηκε στην προπληρωμή τόκων και προμηθειών, στα χρηματιστήρια της Ευρώπης ή σε παραγγελίες πολεμικού υλικού που ποτέ δεν έφτασε στην Ελλάδα! Το πιο επαχθές όμως μέτρο που προβλέπονταν για την αποπληρωμή των δανείων ήταν η υποθήκευση των « εθνικών κτημάτων» που είχαν εγκαταλειφθεί από τους Τούρκους ιδιοκτήτες τους.
Το 1827 ο Ιωάννης Καποδίστριας απευθύνει έκκληση στις μεγάλες δυνάμεις για χορήγηση νέου δανείου. Ο Κυβερνήτης υπολόγιζε ότι έτσι θα μπορούσε να ξεπληρώσει ένα μέρος των τόκων των προηγουμένων δανείων και με τα υπόλοιπα να ανορθώσει την κατεστραμμένη ελληνική οικονομία. Όμως η απάντηση ήταν αρνητική. Οι ξένοι δανειστές δεν είχαν διάθεση να παραχωρήσουν νέα δάνεια στους Έλληνες. Υπό αυτές τις συνθήκες και μπροστά στην αδυναμία εξυπηρέτησης των δανείων της ανεξαρτησίας η ελληνική διοίκηση οδηγείται στην πτώχευση.
Για την αντιμετώπιση της κατάστασης ο Καποδίστριας στράφηκε σ ένα εσωτερικό κυρίως πρόγραμμα ανοικοδόμησης της οικονομίας που προκάλεσε όμως την αντίδραση τόσο του εξαθλιωμένου λαού που ζητούσε την αναδιανομή των «εθνικών γαιών» όσο και των προκρίτων που αισθάνθηκαν ότι παραμερίζονται από τα κέντρα άσκησης της εξουσίας.
Η Βαυαρική μοναρχία: η πτώχευση του 1843 και το κίνημα της 3ης Σεπτεμβρίου
Για την διασπάθιση των «δανείων της ανεξαρτησίας» ευθύνονται ως ένα βαθμό και οι ίδιοι οι έλληνες καθώς ένα τμήμα τους δόθηκε για την διεξαγωγή των εμφυλίων πολέμων στα χρόνια της επανάστασης. Θα πρέπει ωστόσο να αναγνωρίσουμε ότι η αποδοχή από τη μεριά τους των ληστρικών δανείων ήταν εν μέρει δικαιολογημένη με βάση τις πολεμικές συνθήκες, την διάλυση της οικονομίας και κυρίως την ανάγκη για διεθνή αναγνώριση.
Με την ίδρυση του ελληνικού κράτους και την επιβολή του Όθωνα ως βασιλιά το 1832, οι μεγάλες δυνάμεις και η ξενόφερτη βαυαρική διοίκηση συνέχισαν την καταλήστευση του ελληνικού λαού.
Ο ερχομός του συνοδεύτηκε από εγγυήσεις για την παροχή δανείου 60 εκ. γαλλικών φράγκων ( που δεν είχε δοθεί το 1827). Μέχρι το 1833 είχαν εκχωρηθεί τα 2/3 του δανείου. Στην πραγματικότητα το ποσό που έφτασε και πάλι στην Ελλάδα ήταν πολύ μικρότερο ενώ το μεγαλύτερο μέρος του δαπανήθηκε στο στρατό, την κρατική γραφειοκρατία και την εξυπηρέτηση των δανειακών υποχρεώσεων. Παράλληλα, τα «εθνικά κτήματα» συνέχιζαν να είναι υποθηκευμένα.
Μέχρι το 1843 η οικονομική ανάκαμψη δεν φαινόταν πουθενά. Η χώρα αδυνατούσε να εκπληρώσει το δημόσιο χρέος της. Οι ξένες δυνάμεις αρνήθηκαν να καταβάλουν την τρίτη δόση του δανείου του 1832. Ο Όθωνας αναγκάστηκε να κηρύξει επίσημη πτώχευση εκλιπαρώντας για νέες πιστώσεις.
Υπό τον φόβο της εισβολής των μεγάλων δυνάμεων και κάτω από την υπόδειξή τους προχωρεί στη μείωση των τακτικών δαπανών που περιλαμβάνει και περικοπές μισθών. Ο Βαυαρός βασιλιάς και οι σύμβουλοι του αφού πρώτα συντέλεσαν στην οικονομική παράλυση τους κράτους, στη συνέχεια προσπάθησαν να ικανοποιήσουν τον ξένο παράγοντα βάζοντας στην γκιλοτίνα τα συμφέροντα του ελληνικού λαού.
Η διάσκεψη που συνήλθε στο Λονδίνο έθεσε αυστηρούς όρους για την καταβολή των ελληνικών οφειλών, όρισε επιτροπή ελέγχου της ελληνικής οικονομίας και επέβαλε την εκχώρηση όλων των εθνικών πόρων για την εξυπηρέτηση των δανείων.
Η οικονομική κρίση, η χρεοκοπία και μια σειρά άλλων πολιτικών παραγόντων έθεσαν τη βάση για την παρέμβαση στα πολιτικά πράγματα της χώρας ενός στρατιωτικού κινήματος που τύγχανε της υποστήριξης ή της ανοχής των πολιτικών κομμάτων και του ελληνικού λαού. Οι κινηματίες συμπύκνωσαν τα πολιτικά, οικονομικά και θεσμικά αιτήματα στην απαίτηση για παραχώρηση συντάγματος. Στις 3 Σεπτεμβρίου όταν υπογράφονταν στο Λονδίνο η συμφωνία για τις υποχρεώσεις της Ελλάδας ο λαός στην Αθήνα περικύκλωνε το παλάτι. Κάτω από αυτό το βάρος ο Όθωνας αναγκάστηκε να αποδεχθεί τη θέσπιση συντάγματος. Το σύνταγμα ψηφίστηκε τον Μάρτιο του 1844.
Το «δυστυχώς επτωχεύσαμεν» του Τρικούπη και ο πόλεμος του 1897
Το 1841 ο Βρετανός πρεσβευτής στην Ελλάδα sir Edmund Lyons δηλώνει : « Μια πραγματικά ανεξάρτητη Ελλάδα είναι παραλογισμός. Η Ελλάδα μπορεί να γίνει είτε Ρωσική είτε Αγγλική. Και αφού δεν πρέπει να γίνει ρωσική είναι ανάγκη να γίνει Αγγλική». Η δήλωση αυτή είναι ενδεικτική του τρόπου με τον οποίο οι ξένοι ιμπεριαλιστές αντιμετώπιζαν την ελληνική ανεξαρτησία και έμελε να περιγράψει το ιδιότυπο ημι-αποικιακό καθεστώς των επόμενων δεκαετιών.
Το 1854 ξεσπάει ο Κριμαϊκός πόλεμος ανάμεσα στην Ρωσία από τη μια και τους αγγλογάλλους από την άλλη. Η βαυαρική κυβέρνηση παρασυρμένη από ένα κλίμα εθνικισμού που καλλιεργήθηκε από την εποχή της « Μεγάλης ιδέας» του Κωλέττη σπεύδει να σταθεί στο πλευρό του τσάρου χωρίς να ζητήσει κανένα αντάλλαγμα εδαφικό ή οικονομικό. Η απάντηση των αγγλογάλλων είναι άμεση. Τον Μάιο της ίδιας χρονιάς στρατιωτικό σώμα αποβιβάζεται στον Πειραιά.
Οι σύμμαχοι προχωρούν σε μία άνευ προηγουμένου κατοχή της χώρας ενώ μέχρι το τέλος του πολέμου διορίζουν υπουργούς και ανεβοκατεβάζουν κυβερνήσεις. Το 1857 συγκροτούν μαζί με ρώσους εκπροσώπους μια επιτροπή Διεθνούς Οικονομικού Ελέγχου που είχε ως στόχο την εξεύρεση τρόπων για την πληρωμή των ελληνικών δόσεων του δανείου του 1832. Η επιτροπή αποφασίζει την εκχώρηση των εσόδων του ελληνικού κράτους από τα κυβερνητικά μονοπώλια, τους φόρους του καπνού, τα έσοδα φορολόγησης και τους τελωνειακούς δασμούς. Παράλληλα, καταθέτει προτάσεις και υποδείξεις για την εξυγίανση των δημοσιονομικών και τον εκσυγχρονισμό της δημόσιας διοίκησης.
Από τη δεκαετία του 1860 και έπειτα, η ανάπτυξη της ελληνικής ναυτιλίας, βιομηχανίας και των τραπεζών οδηγούν στην πολιτική αφύπνιση της ελληνικής αστικής τάξης. Τα νέα κοινωνικά στρώματα θα στρατευτούν πολιτικά γύρω από το κόμμα του Χαρίλαου Τρικούπη και οι παραδοσιακές κοινωνικές κάστες γύρω από τον Δηλιγιάννη .
Όταν ο Τρικούπης αναλαμβάνει την πρωθυπουργία το 1881 παρά τις προσπάθειες του για εξορθολογισμό της λειτουργίας του κράτους, στην οικονομική του πολιτική υπηρετεί πιστά τις ανάγκες του μεγάλου κεφαλαίου της εποχής. Την ίδια χρονιά στην Ελλάδα προσαρτάται η Θεσσαλία και η Άρτα. Το εξωτερικό χρέος μεγαλώνει λόγω και των οικονομικών αποζημιώσεων που χρειάζεται να καταβληθούν στην Τουρκία για την παραχώρηση των περιοχών αυτών.
Από το 1879 ως το 1890 η χώρα δανείζεται αλόγιστα ενώ αναγκάζεται να εκχωρεί σε δάνεια το 40 με 50% των εσόδων της. Ο κρατικός προϋπολογισμός τις χρονιές εκείνες είναι μονίμως ελλειμματικός και το ισοζύγιο πληρωμών αρνητικό. Τη δεκαετία του 1880 υπάρχει ραγδαία πτώση στις εξαγωγές του κύριου εξαγωγικού προϊόντος, της σταφίδας, εξαιτίας και της ανάκαμψης των γαλλικών εξαγωγών. Η ελληνική οικονομία φτάνει στην κατάρρευση καθώς τα έσοδα από την εξαγωγή της σταφίδας διοχετεύονταν στην αποπληρωμή του εξωτερικού χρέους. Το 1893 ο Τρικούπης αναφωνεί στη βουλή το ιστορικό « Κύριοι, δυστυχώς επτωχεύσαμεν». Ακόμη μία πτώχευση του ελληνικού κράτους ήταν γεγονός.
Η χρεοκοπία οδήγησε στις πρώτες εργατικές κινητοποιήσεις και απεργίες με πιο σημαντική εκείνη των μεταλλωρύχων του Λαυρίου το 1896. Κυρίως όμως συνέβαλε στην ανάπτυξη μιας εθνικιστικής υστερίας που υποδαυλίζονταν από την «Εθνική Εταιρεία» και την ανοχή ή σύμπραξη της κυβέρνησης Δηλιγιάννη.
Ο Δηλιγιάννης προσπάθησε ανεπιτυχώς να έρθει σε συμφωνία με τους ξένους ομολογιούχους των δανείων για συμβιβασμό. Το 1896 ξεσπάει εξέγερση στην Κρήτη εναντίον της Οθωμανικής διοίκησης . Ο πρωθυπουργός, υπό την πίεση της «Εθνικής Εταιρίας» και της κοινής γνώμης ζητάει από τον βασιλιά Γεώργιο την αποστολή ελληνικών στρατευμάτων. Τα στρατεύματα φτάνουν στο νησί τον Φεβρουάριο του 1897. Η πύλη αντιδρά οργισμένα και στέλνει τον στρατό της κατά μήκος των ελληνοτουρκικών συνόρων ενώ οι μεγάλες δυνάμεις δεν συγκινούνται από τις ελληνικές απαιτήσεις. Αντίθετα αποφασίζουν τον ναυτικό αποκλεισμό της Κρήτης.
Η Ελλάδα ανέτοιμη από κάθε άποψη και θύμα του εθνικιστικού παραληρήματος της « Εθνικής εταιρείας», που ουσιαστικά ασκούσε την εξωτερική πολιτική, και των επικίνδυνων κυβερνήσεων υπέστη στρατιωτική πανωλεθρία από τον τουρκικό στρατό τον Μάιο του 1897. Ως αποτέλεσμα της ήττας αναγκάστηκε να πληρώσει πολεμικές αποζημιώσεις 4 εκ. τουρκικών λιρών και να δεχθεί νέο Διεθνή Οικονομικό Έλεγχο για το διογκωμένο εξωτερικό της χρέος. Ο «Έλεγχος», εκτός από τη διαχείριση όλων των οικονομικών πόρων του κράτους ανέλαβε να καθορίζει και τη νομισματική πολιτική. Η εθνική κυριαρχία της χώρας είχε δεχθεί ακόμη ένα ισχυρό πλήγμα.
Η πτώχευση του 1932 και η δικτατορία του Μεταξά
Η πτώχευση του 1893/97 είχε ως αποτέλεσμα και την χρεοκοπία του παλιού πολιτικού συστήματος. Με το κίνημα στο Γουδί το 1909 και την επικράτηση του Βενιζέλου εγκαινιάζεται μια νέα περίοδος πολιτικής κυριαρχίας της ελληνικής αστικής τάξης. Το « κόμμα των Φιλελευθέρων» επαγγέλθηκε τον εκσυγχρονισμό του ελληνικού κράτους.
Η οικονομική του πολιτική ωστόσο δεν διαφοροποιήθηκε ιδιαίτερα από τις κυβερνήσεις του παρελθόντος ή από τα υπόλοιπα αστικά κόμματα της εποχής. Παρά τις επιτυχίες του στην εξωτερική πολιτική με την προσθήκη των «νέων χωρών» ύστερα από τους Βαλκανικούς πολέμους του 1912-13 και τον Α παγκόσμιο ο Βενιζέλος δεν επιχείρησε μια πραγματικά δίκαιη αναδιανομή του πλούτου προς όφελος της εργατικής τάξης και του λαού. Στα χρόνια των κυβερνήσεων του ( 1910-15, 1917-20, 1928-32) στηρίχθηκε κατά κόρον στον εξωτερικό δανεισμό. Από το 1923 ως το 1932 τα συνεχή δάνεια από το εξωτερικό αυξάνουν το ανυπέρβλητο πια δημόσιο χρέος ενώ το ισοζύγιο πληρωμών παρά τις όποιες προσπάθειες παραμένει αρνητικό.
Το 1929 ξεσπάει η παγκόσμια οικονομική κρίση ύστερα από το κραχ του χρηματιστηρίου της Νέας Υόρκης. Η κρίση είχε άμεσες συνέπειες στην οικονομία της Ελλάδας. Οι εξαγωγές καπνού, που είχε υποκαταστήσει τη σταφίδα ως κύριο εξαγωγικό προϊόν, μειώθηκαν δραματικά εξαιτίας της γερμανικής ύφεσης. Η Γερμανία αποτελούσε τον κύριο εισαγωγέα του ελληνικού καπνού.
Ένα χρόνο πριν, η χώρα είχε επανέλθει στον «κανόνα χρυσού» με σκοπό να προσελκύσει επενδύσεις ξένων κεφαλαίων. Το 1932 όμως η υποτίμηση της στερλίνας και η κατάρρευση των παγκόσμιων αγορών αναγκάζουν την Ελλάδα να τον εγκαταλείψει. Στο μεταξύ η Αγγλία μέσω του Διεθνούς Οικονομικού Ελέγχου και της Δημοσιονομικής Επιτροπής της Κοινωνίας των Εθνών επενέβαινε στις ελληνικές υποθέσεις προσπαθώντας να εξασφαλίσει τις οφειλές προς τους Βρετανούς τραπεζίτες.
Η δραχμή για να παραμείνει στον «κανόνα χρυσού» συνδέεται τώρα με το αμερικανικό δολάριο. Το Σεπτέμβρη του 1931 προκαλείται πανικός με «φυγάδευση» στο εξωτερικό 3,6 εκ. δολαρίων από ιδιώτες και τράπεζες. Η κυβέρνηση αναζητά εναγωνίως νέα δάνεια χωρίς επιτυχία. Η κατάσταση είναι πια μη αναστρέψιμη. Την άνοιξη του 1932 ο Βενιζέλος αναγκάζεται να εγκαταλείψει καθυστερημένα τον « χρυσό κανόνα» και να υποτιμήσει την δραχμή. Την πρωτομαγιά του 1932 ανακοινώνει στη βουλή την πτώχευση της Ελλάδας και την στάση πληρωμών του εξωτερικού χρέους.
Η στάση πληρωμών του χρέους δεν είχε κατά βάση αρνητικά αποτελέσματα καθώς μειώθηκαν τα έξοδα του κράτους ενώ οι επόμενοι προϋπολογισμοί ήταν σχετικά ισοσκελισμένοι. Η κατάσταση ωστόσο παρέμενε δύσκολη για την εργατική τάξη και τους αγρότες. Η αύξηση της ανεργίας και τα φτηνά μεροκάματα που είχε επιβάλει ο Βενιζέλος οδήγησαν την εποχή εκείνη σε δεκάδες απεργίες που κορυφώθηκαν με την αιματοβαμένη πρωτομαγιά του 1936 στη Θεσσαλονίκη. Παράλληλα, οι φτωχοί αγρότες που υπέστησαν εκτεταμένες ζημιές από την οικονομική κρίση έβλεπαν την περαιτέρω ενίσχυση των εισοδημάτων των μεγαλογαιοκτημόνων.
Από το 1932 μέχρι το 1936 η πολιτική ζωή χαρακτηρίστηκε από την παρουσία βραχύβιων κυβερνήσεων και στρατιωτικών πραξικοπημάτων. Το αστικό πολιτικό σύστημα μπροστά στην αδυναμία του να διαχειριστεί όλα τα προηγούμενα χρόνια τις οικονομικές δυσκολίες είχε χάσει κατά πολύ το λαϊκό του έρεισμα. Η επιστροφή του βασιλιά Γεώργιου το 1935 έδωσε το έναυσμα για την άνοδο στην εξουσία του Ιωάννη Μεταξά, που εγκαθύδρισε τη στυγνή δικτατορία της 4ης Αυγούστου 1936. Ο Μεταξάς επανέλαβε την αποπληρωμή του εξωτερικού χρέους και σύναψε νέα ασύμφορα δάνεια από την Αγγλία και τη Γερμανία προσδένοντας ακόμη περισσότερο τη χώρα στο άρμα του διεθνούς ιμπεριαλισμού.
Τότε και σήμερα
Από το τέλος του Β παγκοσμίου πολέμου ως σήμερα όλες οι ελληνικές κυβερνήσεις στήριξαν το μοντέλο «ανάπτυξης» της οικονομίας στον εξωτερικό δανεισμό. Η παραγωγική βάση της χώρας συρρικνώθηκε ενώ οι φορολογικές μεταρρυθμίσεις απέβαιναν πάντοτε προς όφελος του μεγάλου κεφαλαίου και σε βάρος της εργατικής τάξης και των φτωχών λαϊκών στρωμάτων.
Το εξωτερικό δημόσιο χρέος εκτινάχθηκε για να φτάσει σήμερα στο 150% περίπου του Α.Ε.Π. Η είσοδος της χώρας στην Ε.Ε και την Ο.Ν.Ε δεν οδήγησε σε πλεονάσματα της ελληνικής οικονομίας και κατά συνέπεια σε μείωση του χρέους.
Η πακόσμια οικονομική κρίση του 2007 σε σχέση με την Ελλάδα κατέδειξε από τη μια μεριά την εξόφθαλμη αδυναμία του ελληνικού καπιταλιστικού συστήματος να ανταποκριθεί και από την άλλη την ανικανότητα της Ε.Ε να διαχειριστεί την κρίση προς όφελος των λαϊκών συμφερόντων.
Η ύφεση που παρατηρήθηκε στην παγκόσμια οικονομία και το 1929 και το 2007 οδήγησε σε μεγαλύτερη φτώχεια και εξαθλίωση. Και αν την εποχή εκείνη ο παγκόσμιος καπιταλισμός υιοθέτησε τον « κευνσιανισμό» για να ανακάμψει, σήμερα, μπροστά στην κρίση απαντάει με ακόμη πιο βάρβαρα νεοφιλελεύθερα μέτρα.
Η σημερινή κατάσταση της Ελλάδας με την απόλυτη εξάρτηση από τους μηχανισμούς του Δ.Ν.Τ και της Ε.Ε εμφανίζει χαρακτηριστικές ομοιότητες με τις περιόδους των πτωχεύσεων του παρελθόντος. Τρεις είναι οι πιο βασικές :
- Ο ανεξέλεγκτος επαχθής δανεισμός ως μοντέλο «ανάπτυξης» και το τεράστιο εξωτερικό χρέος
- Οι απροκάλυπτες ξένες επεμβάσεις που ασκούν απόλυτο έλεγχο τόσο στην οικονομία όσο και στους πολιτικούς θεσμούς
- Η δυσαρέσκεια του ελληνικού λαού απέναντι στο πολιτικό σύστημα.
Αντωνιάδης Άλκης
πολιτικός επιστήμονας
Βιβλιογραφία
1. Η ιστορία του ελληνικού έθνους, τόμος ΙΒ
2. Η ιστορία του ελληνικού έθνους , τόμος ΙΓ
3. Χ. Τρικούπης, Η ιστορία της ελληνικής επαναστάσεως, τόμος Γ, Γιοβάνη, Αθήνα, 1978
4. Θ. Βερέμης- Γ. Κολιόπουλος , Ελλάς, η σύγχρονη συνέχεια, εκδ. Καστανιώτη, Αθήνα, 2006
5. Π. Τσακαλογιάννης, Σύγχρονη ευρωπαϊκή ιστορία, τόμος Α, Εστία Αθήνα, 2008
6. Ν. Σβορώνος, Επισκόπηση της νεοελληνικής ιστορίας, Θεμέλιο, Αθήνα, 2007
7. Richard Clogg, Συνοπτική ιστορία της Ελλάδας 1770-2000, Κάτοπτρο, Αθήνα, 2002
8. Mark Mazower, Η Ελλάδα και η οικονομική κρίση του μεσοπολέμου, ΜΙΕΤ, Αθήνα, 2002
9. Gunnar Hering, Τα πολιτικά κόμματα στην Ελλάδα 1821-1936, τόμος Α, ΜΙΕΤ, Αθήνα, 2004
10. Gunnar Hering, Τα πολιτικά κόμματα στην Ελλάδα 1821-1936, τόμος Β, ΜΙΕΤ, Αθήνα, 2004
11. Α. Ελεφάντης, Η επαγγελία της αδύνατης επανάστασης, Θεμέλιο, Αθήνα, 1999
* Το παρόν κείμενο είναι μια περίληψη ενός αναλυτικότερου άρθρου βασισμένου σε πηγές της ελληνικής βιβλιογραφίας που θα δημοσιευθεί σύντομα.