Κυριακή 27 Μαρτίου 2011

Ερνηνείες και παρερμηνείες...


Επειδή ολοένα και πληθαίνουν τα κρούσματα εκείνων που αναρτούν σύμβολα χωρις να γνωρίζουν τον συμβολισμό τους, σας παραθέτω τι ακριβώς συμβόλιζε-σήμαινε η σημαία της «Κρητικής Πολιτείας».
Η σημαία της «Κρητικής Πολιτείας» βασίζονταν σε μια παραλλαγή της ελληνικής σημαίας του 1822. Τα τρία γαλάζια τεταρτημόρια, συμβόλιζαν την χριστιανική-ελληνική πλειοψηφία της Κρήτης. Το τέταρτο όμως, χρώματος ερυθρού,συμβόλιζε την μουσουλμανική-τουρκική μειονότητα. Αυτό περιείχε ενα λευκό αστέρι και συμβόλιζε-δήλωνε την υψηλή επικυριαρχία του Σουλτάνου στο νησί. Θα πρέπει να τονιστεί εδώ, ότι ουδέποτε υπήρξε ανεξάρτητο κράτος της Κρήτης, αλλά μια (ημι)αυτόνομη και πλήρως ελεγχόμενη περιοχή από τις Μεγάλες Δυνάμεις. Ως εκ τούτου, η σημαία δεν συμβόλιζε την ανεξάρτητη Κρήτη, αλλά την υποταγή στην Οθωμανική Πύλη καθώς το νησί εξακολουθούσε να αποτελεί εδαφικό τμήμα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Επιπλέον, η συγκεκριμένη σημαία, ουδέποτε αποτέλεσε αγωνιστικό ή επαναστατικό σύμβολο που καθιερώθηκε από τους Κρήτες. Ήταν απλά μια επινόηση των Μεγάλων Δυνάμεων και του Σουλτάνου (το αστέρι μπήκε μετά από δική του απαίτηση).
Η σημαία λοιπόν της «Κρητικής Πολιτείας»(πέραν της όποιας ιστορικής σημασίας στην νεότερη ιστορία) δεν αποτελεί ένα σύμβολο το οποίο θα πρέπει να δημιουργεί «ρίγη» συγκίνησης και συναισθήματα «υπερηφάνιας» σε κανέναν Κρητικό.
Τέλος αξίζει να σημειωθεί ότι η σημαία της Κρητικής Πολιτείας αναρτούνταν (υποχρεωτικά) μόνο στα «κυβερνητικά» κτήρια και «δημόσιες» υπηρεσίες. Οι γνήσιοι Κρήτες, στα σπίτια τους είχαν την σημαία της Ένωσης με την Ελλάδα.

www.pare-dose.net

Πέμπτη 24 Μαρτίου 2011

Οι Συνέπειες της Κρίσης

a4b58c.jpg

Galileo
Great mind



a4b592.jpg

Einstein
Genius mind



a4b596.jpg

Newton
Extraordinary mind



a4b5a6.jpg

Bill Gates
Brilliant mind


Never mind

FW: ΘΕΛΩ ΤΙΠΟΤΑ ΑΛΛΟ?


ΔΩΔΕΚΑ ΜΗΝΕΣ ΠΑΣΟΚ ΜΕ ΒΟΗΘΗΣΕ

ΓΙΑΤΙ:

1. Έκοψα το...τσιγάρο (έκανα 2 πακέτα την ημέρα..)

2. Έκοψα το φαγητό απ' έξω (Goody's κλπ σε πακέτο κάθε μέρα)

3. Έκοψα το......αυτοκίνητο (χρησιμοποίησα τις γ....τες μεταφορές με ΜΕΤΡΟ, ΗΣΑΠ)

4. Πούλησα το αυτοκίνητο (εξοικονόμησα 4.000 ευρώ από την πώληση)

5. Έκοψα τις εξόδους (ήθελα 50 ευρώ κάθε Παρασκευή για clubing)

6. Έκοψα τη σύνδεση του κινητού (έχω κάρτα και κάνω αναπάντητες)

7. Έκοψα τις άμεσες επαφές με φίλους (και το chat καλό είναι.)

8. Σταμάτησα να αγοράζω ρούχα

9. Σταμάτησα να κάνω και δώρα (εννοείται)

10. Με χώρισε η γκόμενα μου (λογικό)

Η "σούμα":

1. Τσιγάρο: 6 ευρώ Χ 365 μέρες = 2.190 ευρώ

2. Goody's: 5 ευρώ Χ 365 μέρες= 1.825 ευρώ

3. Βενζίνη: 50 ευρώ Χ 52 εβδομάδες= 2.600 ευρώ

4. Πώληση αυτοκινήτου: 4.000 ευρώ

5. Clubbing: 50 ευρώ Χ 52 εβδομάδες= 2.600 ευρώ

6. Σύνδεση κινητού: 40 ευρώ Χ 12 μήνες= 480 ευρώ

7. Φίλοι: 52 καφέδες Χ 4 ευρώ= 208 ευρώ

8. Ρούχα: 500 ευρώ

9. Δώρα: 500 ευρώ

10. Γκόμενα - Χωρισμός: Αξία ανεκτίμητη

Αποτέλεσμα...:

Δεκατέσσερις χιλιάδες εννιακόσια τρία ευρώ...(14.903)!!!

Είδατε ???? ΛΕΦΤΑ ΥΠΑΡΧΟΥΝ και εγώ τα πέταγα !!!!!

Για να μην αναφέρω και... ότι γλίτωσα από:

1. Καρκίνο πνευμόνων

2. Διαιτολόγο

3. Τροχαία

4. Εφορία

5. Αλκοτέστ

6. Φλυαρία

7. Παρεξηγήσεις

8. Κινέζικες απομιμήσεις

9. Υποχρεώσεις

10. Προφυλακτικά και ανεπιθύμητη εγκυμοσύνη

ΘΕΛΩ ΤΙΠΟΤΑ ΑΛΛΟ;;;

Κυριακή 13 Μαρτίου 2011

Ευρωπαϊκό ψυχόδραμα

του Κώστα Βεργόπουλου
Νέος κύκλος υποβαθμίσεων ενεργοποιείται από τους διεθνείς αξιολογικούς οίκους: τα σπρεντ εκτινάσσονται και πάλι, το ευρώ ολισθαίνει, η φερεγγυότητα της ευρωζώνης αμφισβητείται.
Με την κοινή γαλλογερμανική δήλωση της 4ης Φεβρουαρίου, τα πράγματα όσον αφορά την ευρωπαϊκή κρίση δημόσιου χρέους έδειχναν να ηρεμούν, με την ιδέα ότι η φερεγγυότητα των κρατικών χρεών εξασφαλιζόταν με ευρωπαϊκό μηχανισμό.
Αρκεσε το προτεινόμενο από τη Μέρκελ Σύμφωνο Ανταγωνιστικότητας, για να ξανανεβούν η ένταση μεταξύ Ευρωπαίων εταίρων και ο κερδοσκοπικός πυρετός. Εάν σήμερα η ευρωπαϊκή σταθερότητα και το ευρώ δοκιμάζονται, αυτό οφείλεται περισσότερο στον αδιευκρίνιστο, ευμετάβλητο και αντιφατικό χαρακτήρα των γερμανικών προτάσεων για τη διάσωση της ευρωζώνης από τα δημόσια χρέη, παρά στη βαρύτητα των χρεών καθαυτά.
Το δημόσιο χρέος της ευρωζώνης είναι σήμερα όσο περίπου και της Αμερικής, 95% του ΑΕΠ. Ομως, ενώ από την άλλη πλευρά του Ατλαντικού καταβάλλονται σοβαρές προσπάθειες για την αντιμετώπισή του, στην Ευρώπη επικρατούν σύγχυση, πανικός, λήψη μέτρων, που επιδεινώνουν το πρόβλημα, καθιστώντας το ανεπίλυτο. Σύμφωνα με τον Ιταλό καθηγητή του Κολεγίου της Ευρώπης Στέφανο Μικόσι, «η Ευρώπη χρειάζεται όχι οικονομολόγο, αλλά ψυχίατρο».
Ο Βέλγος καθηγητής στην Οξφόρδη Πολ Ντεγκρό τονίζει: «Το προτεινόμενο από τη Γερμανία Σύμφωνο Ανταγωνιστικότητας είναι γελοίο: δεν προωθεί το συντονισμό μεταξύ των κρατών-μελών. Η παράταση των ηλικιακών ορίων για συνταξιοδότηση και η αποσύνδεση μισθών από τον πληθωρισμό ελάχιστη σχέση έχουν με την κρίση δημόσιου δανεισμού. Η συνταγματική απαγόρευση των δημόσιων ελλειμμάτων ανταποκρίνεται μόνο στην πολιτική της Μέρκελ έναντι των ψηφοφόρων της».(1)
Ο πρώην πρωθυπουργός της Ιταλίας Τζιουλάνο Αμάτο υπογραμμίζει: Οσο υψηλό και αν είναι το χρέος, μοναδικός τρόπος αντιμετώπισής του παραμένει, σε κάθε περίπτωση, η επιτάχυνση της ανάπτυξης του εθνικού εισοδήματος.(2) Το αμερικανικό κράτος δανείζεται σε δολάρια, το βρετανικό σε στερλίνες, το ιαπωνικό σε γεν, τα ευρωπαϊκά σε ευρώ. Ομως, τα τρία πρώτα κράτη δανείζονται όσο χρήμα επιθυμούν από τις αντίστοιχες κεντρικές τράπεζές τους, ενώ τα ευρωπαϊκά στερούνται αυτή τη δυνατότητα, εξαναγκαζόμενα να καταφεύγουν στις αγορές χρήματος ως ιδιώτες. Με τις ευρωπαϊκές συνθήκες, τα κράτη της ευρωζώνης έχουν στερηθεί την εθνική κυριαρχία, αλλά και την ευρωπαϊκή, εφ'όσον δεν μπορούν να δανείζονται ούτε από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα.
Το προτεινόμενο Σύμφωνο Ανταγωνιστικότητας πηγαίνει μακρύτερα και από τις ισχύουσες ευρωπαϊκές συνθήκες. Ενώ ενθαρρύνεται η διάσωση των ιδιωτικών τραπεζών από τα κράτη με δημόσιο χρήμα, δηλαδή με χρήμα των φορολογουμένων, από την άλλη πλευρά απαγορεύεται η διάσωση των ευρωπαϊκών κρατών με μηχανισμούς αλληλεγγύης μεταξύ των Ευρωπαίων εταίρων. Οι φωτιές στα χρηματιστήρια ανάβουν όχι όταν τα ευρωπαϊκά δημόσια χρέη είναι υψηλά, αλλά όταν ο πρόεδρος της ΕΚΤ δηλώσει ότι παύει να αγοράζει ομόλογα δημόσιου χρέους των κρατών-μελών ή ότι θα αυξήσει τα επιτόκια λόγω πληθωριστικών προσδοκιών. Εάν δηλώσει το αντίθετο, τα πράγματα ηρεμούν.
Το άκρον άωτον της ευρωπαϊκής τραγωδίας επιτυγχάνεται όταν η Κίνα προσφέρεται να αγοράσει με κινεζικό δημόσιο χρήμα ομόλογα των ευρωπαϊκών κρατών. Οι Ευρωπαίοι ιθύνοντες απορρίπτουν τις αγορές τίτλων δημόσιου χρέους της ευρωζώνης από τρίτες χώρες, ενώ ταυτόχρονα τις απαγορεύουν, ακόμη και με τους μηχανισμούς της ευρωπαϊκής αλληλεγγύης, παρ' όλο που έτσι αποσταθεροποιούν τόσο το ευρώ όσο και την ευρωπαϊκή οικονομία στο σύνολό της. Ισως ο ευρω-ψυχίατρος δεν αρκεί και χρειάζεται ψυχαναλυτής. Επί του παρόντος οι ευρωπαϊκές επιλογές εμπνέουν τον καγχασμό των τρίτων.
Ο Μπάρι Αϊκενγκριν από το Μπέρκλεϊ επισημαίνει στη Μέρκελ ότι, αντί να παίζει τη σκληρή προκειμένου να γίνει αρεστή στο Γερμανό φορολογούμενο, θα μπορούσε τουλάχιστον να τον πείσει ότι διασώζοντας τις οφειλέτριες χώρες της ευρωζώνης, διασώζει επίσης μέσω αυτών, σε τελική ανάλυση, τις ιδιωτικές γερμανικές τράπεζες, που έχουν τοποθετήσει εκεί τα χρήματά του.(3) Στην ουσία, διευκρινίζει ο ίδιος, η κρίση του ευρώ προέρχεται κατά κύριο λόγο από την αύξουσα επισφάλεια των ευρωπαϊκών τραπεζών.
Τα κρατικά χρέη αποτελούν ταυτόχρονα επισφαλείς πιστώσεις για τις ιδιωτικές τράπεζες, που έχουν δανείσει τα κράτη της ευρωζώνης. Κάθε άρνηση διάσωσης των κρατικών δανειοληπτών επιδεινώνει τη θέση των ιδιωτών δανειοδοτών. Ελλάδα, Ιρλανδία, Πορτογαλία: μικρές χώρες, με σχετικά μικρό χρέος στην ευρωζώνη, όμως εάν αφήνονται αβοήθητες στις αγορές, τότε πλήττονται οι γερμανικές τράπεζες, κατά πολύ μεγαλύτερες.
1. Βλ. συνέντευξη του Πολ Ντεγκρό στην πορτογαλική εφημερίδα Jornal de Negocios, 14 Φεβρουαρίου 2011.
2. Βλ. G. ΑΜΑΤΟ et.al. Α New Political Deal for Eurozone Sustainable Growth, VoxEu 2010.
3. Βλ Der Spiegel, 2 Μαρτίου 2011.
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Ελευθεροτυπία, στις 12/03/2011
tvxs.gr

Σάββατο 12 Μαρτίου 2011

Χορεύοντας με τα ...Μνημόνια

 
Mικρή ανάσα σε ότι αφορά την διαχείριση του χρέους πέτυχε να πάρει ο Γ. Παπανδρέου. 
Το αντάλλαγμα είναι το ακόμα μεγαλύτερο σφικταγκάλιασμα με το Μνημόνιο και με ένα νέο πανευρωπαϊκό Μνημόνιο το οποίο επέβαλε το Βερολίνο. Η διαχείριση του ελληνικού χρέους εντάχθηκε σε μια ευρωπαϊκή «λύση-πακέτο» για όλες τις χώρες που χρωστάνε, κάτι που επεδίωκε από την αρχή ο πρωθυπουργός. Τα ανταλλάγματα ήταν σχεδόν αναμενόμενα, λόγω της εμμονής της κας Μέρκελ. 
Άμεση αξιοποίηση (πώληση) δημόσιας περιουσίας, 
Άμεσα μέτρα στο δημόσιο για εξαφάνιση των ελλειμμάτων.
Αποδοχή των μέτρων για εξομοίωση των κανόνων φορολογίας, ασφάλισης, εργασιακών σχέσεων σ όλη την ευρωζώνη. 
Πρακτικά η ελληνική κυβέρνηση δεσμεύθηκε για μία ακόμα φορά ότι θα ολοκληρώσει στο ακέραιο το Μνημόνιο, με τρόπο αποτελεσματικό, κάτι που δεν συνέβη ως τώρα. Οι αποφάσεις των 17 ηγετών της ευρωζώνης που ελήφθησαν τα ξημερώματα του Σαββάτου δημιουργούν νέες δεσμεύσεις που φέρνουν νέες συγκρούσεις για την κυβέρνηση του Γ. Παπανδρέου.
1. Ο πρωθυπουργός είναι υποχρεωμένος να ακολουθήσει πιστά το Μνημόνιο. Κι αυτό είναι η πρώτη αντίφαση στο εσωτερικό, με δεδομένο ότι η κοινοβουλευτική ομάδα και μεγάλο μέρος της κοινωνίας φωνάζουν ότι «δεν βγαίνει ο λογαριασμός» όπως απαιτεί το Μνημόνιο.
2. Καλείται να ξεπεράσει τις αγκυλώσεις του ΠΑΣΟΚ και της κυβέρνησης σε ότι αφορά την ριζική αλλαγή στην οικονομία. Χρόνος για νέες καθυστερήσεις δεν υπάρχουν. Το άνοιγμα των επαγγελμάτων πρέπει να γίνει 100%, όπως και η απελευθέρωση της εργασίας. Κι εδώ είναι σίγουρο ότι θα βρει νέες αντιστάσεις από το κόμμα και τα συνδικάτα.
3. Καλείται να πάρει νέα μέτρα στο δημόσιο για αλλαγή του κράτους. Καλείται λοιπόν να επιλέξει ένα νέο επιτελείο σε πολλούς τομείς, το οποίο δεν θα αποφεύγει την σύγκρουση με κατεστημένα κυκλώματα.
4. Καλείται τέλος να προχωρήσει το πρόγραμμα της αξιοποίησης (η πώλησης) δημόσιας περιουσίας. Παρά τις ηχηρές δεσμεύσεις για μη πώληση δημόσιου πλούτου (που έφτασε έως την υπόσχεση για συνταγματική δέσμευση) η κυβέρνηση μετέτρεψε την απαίτηση της τρόικα σε κυβερνητική πολιτική. 
Η απόφαση των 17 ηγετών της ευρωζώνης αποτελεί ένα συμβιβασμό βορρά-νότου. Για να σωθούν οι χώρες του λεγόμενου νότου, καλούνται να πληρώσουν το τίμημα της προσαρμογής στις επιταγές των βορείων.
Σε ένα πρώτο επίπεδο φαίνεται ότι μπήκε η βάση για την δημιουργία ενιαίων κανόνων σε ότι αφορά την οικονομία, επί της ουσίας όμως ο νότος μετατρέπεται σε μια φτηνή ενδοχώρα για τον βορρά. Η Γερμανία θα βάλλει το χέρι στην τσέπη τα ανταλλάγματα όμως που πήρε φαίνεται να αντισταθμίζουν την προσφορά της.
Σε ότι αφορά την Ελλάδα η ανάσα που πήρε λόγω της επιμήκυνσης και της μείωσης του επιτοκίου, δεν επιλύει το οικονομικό της πρόβλημα. Η κυβέρνηση με την ακολουθούμενη πολιτική οδηγεί σε συνεχή ύφεση την οικονομία με αποτέλεσμα να είναι σχεδόν αδύνατον να καλυφθούν οι στόχοι βάσει των δεσμεύσεων. Το αποτέλεσμα θα είναι νέες πιέσεις και νέα ύφεση.
Ο Γ. Παπανδρέου καλείται να ξεπεράσει τις αντιφάσεις που προκαλεί η δέσμευση βάσει του Μνημονίου με την εφαρμοζόμενη οικονομική πολιτική. 
Συγχρόνως καλείται να δημιουργήσει την απαιτούμενη πολιτική και κοινωνική συμμαχία η οποία θα του επιτρέψει να προχωρήσει γρηγορότερα και αποτελεσματικότερα σε αλλαγές και μεταρρυθμίσεις.
Ο πρωθυπουργός αναγνωρίζει Αλλωστε ότι η μάχη θα κριθεί στο εσωτερικό. «Αυτές οι αποφάσεις- είπε μετά την Συνοδο ο κ. Παπανδρέου- θα μας βοηθήσουν σημαντικά στο δύσκολο δρόμο που έχουμε πάρει. Αλλά ο δρόμος αυτός είναι δικός μας δρόμος. Εμείς τον έχουμε επιλέξει. Είναι δρόμος αλλαγών, μεγάλων αλλαγών και τομών για τη χώρα μας, διότι ξέρουμε ότι η χώρα πρέπει να αλλάξει».
Τι πήραμε 
-Διπλασιασμός του χρόνου αποπληρωμής του δανείου των 110 δισεκατομμυρίων. Από 3 στα 7,5 χρόνια κατά μέσο όρο. 
-Μείωση επιτοκίου για ολόκληρο το δάνειο, των 110 δις, κατά 30% (100 μονάδες βάσης) από το 5,2% στο 4,2% . Όφελος περισσότερα από 6 δισεκατομμύρια ευρώ.
-Δικαίωμα πώλησης ΝΕΩΝ ομολόγων μέσω του Μηχανισμού Στήριξης σε περίπτωση που δεν υπάρχει ενδιαφέρον από τις αγορές ή το επιτόκιο είναι ασύμφορο.
Δεν πήραμε 
Την επαναγορά του παλαιού χρέους (των παλαιών ομολόγων που έχει εκδόσει το ελληνικό κράτος)
Οι όροι των Μηχανισμών Στήριξης 
Ο Μηχανισμός στήριξης έως το 2013 διαθέτει 440 δις ευρώ για να στηρίξει τις υπερχρεωμένες χώρες.
Ο Μηχανισμός στήριξης μετά το 2013 διαθέτει 500 δις ευρώ επιπλέον.
Ο Μηχανισμός μπορεί να αγοράζει κρατικά ΝΕΑ ομόλογα από κάθε χώρα-μέλος με χαμηλότερο επιτόκιο από αυτό των αγορών. 
Θεσπίζεται ο ευρωπαϊκός φόρος στις χρηματοπιστωτικές συναλλαγές, (φόρος Tobin tax). Η εισφορά θα δημιουργεί ασφάλιστρο κινδύνου. 
Τι δώσαμε 
Αξιοποίηση (πώληση) δημόσιας περιουσίας και αποκρατικοποιήσεις εως 50 δις τα επόμενα χρόνια
Άμεση προώθηση (νέων) αλλαγών στην αγορά εργασίας και στο ασφαλιστικό, ειδικά στον δημόσιο τομέα.
Δέσμευση στους κανόνες δημοσιονομικής πειθαρχίας. (Δεν περιλαμβάνει δέσμευση για συνταγματοποίηση της απαγόρευσης δημιουργίας ελλειμμάτων)
Από το "ΔιαΔίχτυ"

Είναι οι αλλαγές του μνημονίου μεταρρυθμίσεις;

του Νίκου Κοτζιά

Η συνολική μελέτη των μέτρων που λήφθηκαν τους τελευταίους μήνες μας επιτρέπουν να εξαγάγουμε τα εξής γενικευμένα συμπεράσματα:
Α. Η κυβέρνηση διαπραγματεύτηκε για μεγάλο χρονικό διάστημα με τα χέρια κάτω. Με συμπλέγματα επαρχιωτισμού και με την άποψη ότι όταν ζητάς να δανειστείς είσαι υποχρεωμένος να αποδεχτείς χωρίς δεύτερη κουβέντα τις απαιτήσεις της άλλης πλευράς.
Β. Η χώρα έφτασε σε βαθιά κρίση εξαιτίας των νεοφιλελεύθερων πολιτικών που ακολούθησαν οι αγγλοσάξονες, η ΕΕ και οι ελληνικές κυβερνήσεις, αλλά τώρα υποστηρίζεται ότι θα εξέλθει από την κρίση με αύξηση των αντιλαϊκών – νεοφιλελεύθερων δόσεων. Δηλαδή, δηλητηριάστηκε ο ασθενής και του προτείνεται ως θεραπεία η αύξηση των δόσεων δηλητηρίου προκειμένου να σωθεί. Στην ουσία, η σύμπτωση των απαιτήσεων των ξένων και των αντιλήψεων του οικονομικού επιτελείου της κυβέρνησης, ήταν και είναι μια θεμελιακή αιτία που το τελευταίο δεν διαπραγματεύτηκε προς το συμφέρον της χώρας, πέραν της απειρίας και ανικανότητας των διαπραγματευτών που χρησιμοποίησε.
Γ. Οι απαιτήσεις του νεοφιλελεύθερου ΔΝΤ και της συντηρητικής Επιτροπής της ΕΕ, εκφράζανε σε μεγάλο βαθμό τους ευσεβείς πόθους και τις βαθύτερες επιδιώξεις του οικονομικού επιτελείου της κυβέρνησης. 
Εξάλλου, πολλά στοιχεία των συμφωνιών που έγιναν με την Τρόικα, αποτελούσαν σκέψεις και προτάσεις της ελληνικής πλευράς. Με άλλα λόγια, επ’ ευκαιρία της κρίσης, προωθήθηκαν μέσω του ξένου παράγοντα αλλαγές που δεν είχαν πλειοψηφία στο ελληνικό εκλογικό σώμα. Με αυτό τον τρόπο αξιοποιήθηκε η παγκοσμιοποίηση με τον πιο ακραίο δυνατό αντιδημοκρατικό τρόπο: ως μηχανισμός επιβολής απ’ έξω αλλαγών σε συγκεκριμένη κατεύθυνση και με εξυπηρέτηση συγκεκριμένων συμφερόντων, ξένων και εγχωρίων.
Δ. Οι αλλαγές που επιβλήθηκαν από το μνημόνιο και στο όνομά του προκάλεσαν σημαντική μετατόπιση ισχύος στο εσωτερικό της χώρας. Η μισθωτή εργασία βγαίνει σαφώς αδυνατισμένη. Μαζί με τα φτωχά στρώματα συμπιέζονται και τα μεσαία στρώματα. Η διαπλοκή μένει άθικτη, ενώ οι τράπεζες, οικονομικοί τροφοδότες της διαπλοκής, όχι μόνο δεν πληρώνουν την κρίση, αλλά στηρίζονται για πολλαπλές εσφαλμένες επιχειρηματικές τους επιλογές από το μεροκάματο του μισθωτού Έλληνα.
Ε. Δίπλα στον άμεσο κοινωνικό χαρακτήρα της πολιτικής που πράττεται στο όνομα του μνημονίου, υπάρχει και μια έντονη αδιαφορία για την προώθηση ουσιαστικών αλλαγών στα μέτωπα των καρτέλ και της δομής των τιμών στην αγορά. Η μόνη τιμή που έπεσε, είναι αυτή της μισθωτής εργασίας. Αντίθετα, οι άλλες ανεβαίνουν, ενώ δεν λαμβάνονται ουσιαστικά μέτρα καταπολέμησης της ακρίβειας.
Στ. Με την αλλαγή συσχετισμών που προκλήθηκαν ενάντια σε φτωχά και μεσαία στρώματα, έγινε μια μεγάλη ανακατανομή εισοδήματος σε βάρος τους. Το επόμενο βήμα, που θα ονομάζεται αποκρατικοποιήσεις, δεν θα αφορά μόνον ή κύρια τις δυσλειτουργικές δημόσιες επιχειρήσεις, αλλά τις κερδοφόρες, όπως τη ΔΕΗ, τον ΟΠΑΠ, τον ΟΤΕ κοκ. Θα πρόκειται, δηλαδή, για μια πολιτική αναδιανομής πλούτου και ιδιοκτησίας με λεφτά εκείνων που κέρδισαν από τις εισοδηματικές απώλειες των μισθωτών.
Συνολικά, τα μέτρα δεν έχουν καμιά σχέση με μεταρρυθμίσεις όπως τις εννοεί οποιοδήποτε προοδευτικό κίνημα, ούτε, βέβαια με την «επανάσταση κάποιου αυτονόητου». Πρόκειται για τυπικές διαδικασίες ανασυγκρότησης ενός εθνικού καπιταλισμού με τη χρήση και υπερεθνικών διαδικασιών.
Διαδικασίες που η νεοφιλελεύθερη δεξιά των Θάτσερ και Ρέιγκαν επιδίωξαν να παρουσιάσουν ως μεταρρυθμίσεις, ακόμα και ως «συντηρητική επανάσταση»!

Παρασκευή 11 Μαρτίου 2011

Ποιοι είναι οι κάτοχοι του ελληνικού χρέους;


Έχουν ακουστεί και γραφτεί πολλά για τους κατόχους του ελληνικού χρέους. Πολλοί ισχυρίζονται ότι είναι οι ξένοι τοκογλύφοι οι οποίοι μας εκβιάζουν και μας γδέρνουν, για να πάρουν πίσω τα χρήματα τους. Αυτό είναι εν μέρει αλήθεια. Ρίχνοντας μια ματιά στην έκθεση της Τράπεζας Διεθνών Διακανονισμών (Bank for International Settlements) βλέπουμε ότι οι «κάτοχοι» του ελληνικού χρέους είναι ευρωπαϊκές χώρες και όλως τυχαίως και τωρινοί δανειστές μας. Ίσως αυτή η έκθεση να απαντάει στο ερώτημα σχετικά με το ποιοι είναι οι «κερδοσκόποι».
Ενδεικτικά, στους ξένους δανειστές- επενδυτές συγκαταλέγονται ευαγή ιδρύματα όπως η Citigroup (κατέχει ομόλογα αξίας 2 δις ευρώ), η HSBC (1,5 δις), η Deutsche Bank (1,09 δις), οι γαλλικές BNP Paribas (5 δις) και Societe Generale (4,225 δις) αλλά και η J.P. Morgan, η Μorgan Stanley, η Merrill Lynch, οι Nomura, Barclays και Royal Bank of Scotland, οι οποίες κατέχουν κατά μέσο όρο από 200 εκατ εως 1 δις ευρώ και συνολικά πάνω από 10 δις.
Όμως δεν είναι μόνο τράπεζες, αλλά επίσης ταμεία και ασφαλιστικές εταιρείες όλων των ειδών. Ενδεικτικά αναφέρουμε τα ασφαλιστικά ταμεία Βελγίου, Ολλανδίας και Ιρλανδίας, που κατέχουν το καθένα 200- 250 εκατ ευρώ σε ελληνικά ομόλογα και ασφαλιστικές εταιρείες όπως η νορβηγική KLP. Ακόμα, μεταξύ των ξένων τραπεζών και funds που διατηρούσαν υψηλή ποσά σε ελληνικά ομόλογα βρισκόταν η βελγική Dexia που κατείχε πάνω από 6 δις ευρώ όπως και η Defa, οι οποίες όμως φρόντισαν και τα ξεφορτώθηκαν, αφού τα πούλησαν κυρίως στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα. Πρόσφατα, μάλιστα, μεγάλος αυστριακός φορέας προχώρησε από μόνος του σε «κούρεμα» της αποτίμησης των ελληνικών ομολόγων στο χαρτοφυλάκιο του κατά 25%.
Όμως, κάθε δημόσιο χρέος που σέβεται τον εαυτό του δεν έχει μονό ξένους δανειστές αλλά και εγχώριους. Οι ελληνικές τράπεζες κατέχουν περί τα 55 δις ευρώ σε κρατικά ομόλογα, διάρκειας από 1 εως 7 χρόνια. Πρωταθλητής στη κατοχή κρατικών ομολόγων αναδεικνύεται η Εθνική Τράπεζα, η οποία διαθέτει χαρτοφυλάκιο ομολόγων συνολικού ύψους 20,2 δις ευρώ. Οι υπόλοιπες μεγάλες ελληνικές τράπεζες διαθέτουν τα εξής ποσά: Πειραιώς 9 δις, Eurobank 7,5 δις, Alpha Bank 4,6 δις ευρώ. Επίσης ασφαλιστικά ταμεία, όπως του Ο.Τ.Ε., το Ι.Κ.Α., των τραπεζών, το ΤΣΜΕΔΕ, ο Ο.Γ.Α., ο ΟΑΕΕ, διατηρούν πολύ μεγάλες θέσεις. Τα ελληνικά ασφαλιστικά ταμεία και άλλοι δημόσιοι φορείς κατέχουν ομόλογα συνολικού ύψους 29 δις ευρώ.
Πηγή: Εφημερίδα "Αντίχτυπος"

Süddeutsche Zeitung: Πέντε σενάρια για την οικονομική κρίση


Πέντε είναι τα πιθανά σενάρια για την έκβαση της κρίσης χρέους στην Ευρώπη, σύμφωνα με δημοσίευμα της γερμανικής εφημερίδας Süddeutsche Zeitung με τίτλο «Κατάρρευση ή διάσωση: Η Ευρώπη σε δημοσιονομική κρίση». 
«Η Ευρωζώνη βρίσκεται σε κίνδυνο, ορισμένα μέλη είναι υπερχρεωμένα. Τα επιτόκια των ελληνικών ομόλογων έφτασαν χθες σε ύψος – ρεκόρ. Αυτό δείχνει ότι η διάσωση δεν έχει αποτέλεσμα. Μεθαύριο πραγματοποιείται έκτακτη συνάντηση των ηγετών της Ευρωζώνης, μέχρι τα τέλη Μαρτίου αναμένεται να έχει βρεθεί λύση εξόδου από την κρίση χρέους. Το πιθανότερο σενάριο είναι να υπάρξει μόνιμη βοήθεια προς υπερχρεωμένα κράτη, αν και πολλοί οικονομολόγοι προτιμούν την επιλογή της αναδιάρθρωσης», γράφει η εφημερίδα. 
Σύμφωνα με τη Süddeutsche Zeitung, 5 είναι τα πιθανά σενάρια για την έκβαση της κρίσης χρέους στην Ευρώπη: 


1. Παροχή βοήθειας χωρίς τέλοςΠρόκειται για το σενάριο που θέλει την Ευρωζώνη να μετατρέπεται ουσιαστικά σε ένωση μεταφοράς χρημάτων. Η φράση της Γερμανίδας καγκελαρίου: «Κανένα κράτος στην Ευρώπη δεν θα αφεθεί να καταρρεύσει. Η Ευρώπη θα πετύχει ενωμένη», είναι ήδη ευρωπαϊκό πρόγραμμα. Η βοήθεια είναι μέχρι στιγμής ορισμένη, όμως το Ευρωπαϊκό Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας μπορεί να ενισχυθεί. Σε αντάλλαγμα για την παρεχόμενη βοήθεια με ευνοϊκούς όρους, οι αποδέκτες εφαρμόζουν προγράμματα δημοσιονομικής προσαρμογής. 
Το πλεονέκτημα της λύσης αυτής είναι ότι είναι μακροπρόθεσμη και πολιτικά ρεαλιστική. Τα μειονεκτήματα της είναι ότι την τελική ευθύνη φέρει ο Γερμανός φορολογούμενος και ότι αυξάνεται το κόστος χρηματοδότησης κρατών με σταθερές οικονομίες, όπως η Γερμανία και η Γαλλία. Προπάντων, όμως, η ένωση μεταφοράς χρημάτων θέτει λάθος κίνητρα. Οικονομολόγοι μιλούν για «ηθικό κίνδυνο»: Τα υπερχρεωμένα κράτη στηρίζονται στον μηχανισμό παροχής βοήθειας, ενώ οι ιδιώτες επενδυτές μένουν στο απυρόβλητο.


2. Αναδιάρθρωση χρέουςΤο σενάριο αυτό, που θέλει τους πιστωτές να παραιτούνται τμήματος των απαιτήσεών τους, εμφανίζεται με αρκετές παραλλαγές: Επιμήκυνση χρόνου αποπληρωμής «επικίνδυνων» ομολόγων, μείωση επιτοκίων ή διαγραφή μέρους του χρέους. 
Στην τελευταία περίπτωση το ιδανικότερο θα ήταν μία τόσο μεγάλη διαγραφή, ώστε το δημόσιο χρέος χωρών, όπως η Ελλάδα και η Ιρλανδία, να φτάσει στο 60% ΑΕΠ (το ανώτατο όριο που προβλέπει το Σύμφωνο Σταθερότητας). Θα επρόκειτο για διαγραφή τεραστίων διαστάσεων, δεδομένου ότι το ελληνικό χρέος θα αγγίξει του χρόνου το 150% του ΑΕΠ (ένα τόσο μεγάλο χρέος είναι μακροπρόθεσμα μη διαχειρίσιμο). 
Στην Ευρώπη θα μπορούσε να επαναληφθεί μία παραλλαγή των περίφημων Brady Bonds, που χρησιμοποιήθηκαν στη δεκαετία του ’80 για την αναδιάρθρωση χρέους χωρών της Κεντρικής και Λατινικής Αμερικής. 
Το πλεονέκτημα του σεναρίου αυτού είναι ότι αντιμετωπίζει το πρόβλημα στη ρίζα του. Χώρες, όπως η Ελλάδα, θα μπορέσουν να απαλλαγούν από τμήμα του χρέους τους και να σταθούν και πάλι στα πόδια τους. Επικριτές της λύσης αυτής σημειώνουν ότι θα επιβαρύνονταν υπερβολικά πολλές τράπεζες της Ευρώπης. Μόνο γαλλικές και γερμανικές τράπεζες έχουν δανείσει σε Αθήνα και Δουβλίνο 174 δισ. Ευρώ. Οι επενδυτές θα ήταν πιο προσεχτικοί στο μέλλον στις κινήσεις τους με αποτέλεσμα να ενισχυθεί η δημοσιονομική πειθαρχία. 


3. Τελευταία διέξοδος: Πληθωρισμός
Η επιλογή του τεχνητού πληθωρισμού (με την Κεντρική Τράπεζα να τυπώνει χρήματα) δεν είναι εύκολη, όταν πρόκειται για κοινό νόμισμα. Από την άλλη, όμως, δεν απαιτείται και πολλή φαντασία για το ακόλουθο σενάριο: 
Σε ισχυρές οικονομικά χώρες επιβάλλονται αυτοί που δεν επιθυμούν την ύπαρξη ενός μόνιμου μηχανισμού στήριξης, οι επενδυτές δεν αγοράζουν ομόλογα υπερχρεωμένων χωρών και η ΕΚΤ αναγκάζεται να επέμβει για να μην χρεωκοπήσει καμία χώρα αγοράζοντας η ίδια τα ομόλογα αυτά. 
Η ιστορία δεν έχει αίσιο τέλος, καθώς κάποια στιγμή οι επενδυτές αντιλαμβάνονται την ψευδαίσθηση του χρήματος που έχει δημιουργηθεί. 


4. Τέλος καλό, όλα καλάΠρόκειται για το ιδανικό σενάριο της δημοσιονομικής εξυγίανσης των οικονομικά αδύναμων χωρών μέσω ανάπτυξης και προγραμμάτων λιτότητας. Ο Michael Heise, επικεφαλής οικονομολόγος της Allianz, επισημαίνει ότι το βάρος των τόκων, που έπρεπε να καταβάλει η Ελλάδα, ανέρχονταν το 1995 στο 11% του ΑΕΠ, ενώ το 2010 στο 6%. «Άρα είναι δυνατό να αποτραπεί το πλέον τρομακτικό σενάριο», σχολιάζει. 
Στο σενάριο αυτό η Ελλάδα πετυχαίνει όλους τους δημοσιονομικούς της στόχους, επανέρχεται σε τροχιά ανάπτυξης, επανακτά την εμπιστοσύνη των αγορών και αποπληρώνει τα δάνειά της, όπως υποσχέθηκε ο Πρωθυπουργός Παπανδρέου, ενώ η ΕΚΤ μπορεί επιτέλους να ξεφορτωθεί τα ομόλογα περιφερειακών κρατών της Ευρωζώνης, ίσως και με μικρό κέρδος. 


5. Το απόλυτο χάος
Η κρίση κλιμακώνεται. Κράτη και τράπεζες χρεοκοπούν. Στο σενάριο αυτό τα χρέη εκτροχιάζονται και οι αγορές «τρελαίνονται». Τα υπερχρεωμένα κράτη κηρύττουν στάση πληρωμών, οι χρηματιστηριακοί δείκτες κατακρημνίζονται. 
Οι επενδυτές αποσύρουν σε κατάσταση πανικού τα χρήματά τους από τις τράπεζες των χωρών αυτών. Τράπεζες καταρρέουν υπό το βάρος δανείων, που δεν θα αποπληρωθούν. Η κρίση είναι μεταδοτική. 
Το πρόβλημα ρευστότητας σε Ισπανία και Ιταλία μετατρέπεται σε χρεωκοπία. Κράτη, που βυθίστηκαν ανεξέλεγκτα σε χρεωκοπία, αποκόβονται από τις αγορές για πολλά έτη. Ίσως διαλυθεί και η Ευρωζώνη σε ζώνες του Βορρά και του Νότου. Αυτή είναι τουλάχιστον η πρόβλεψη του πρώην Προέδρου του Συνδέσμου Γερμανών Βιομηχάνων, Hans – Olaf Henkel. 
Οι υπερχρεωμένες χώρες υποτιμούν δραστικά το νόμισμά τους και προχωρούν σε διαπραγματεύσεις για αναδιάρθρωση του χρέους τους. Το σενάριο αυτό σημαίνει και το τέλος στις φούσκες των δανείων.
tvxs

Ένας νέος Διαφωτισμός, η θεωρία του Πολυσύμπαντος

Δεν υπάρχει μόνο ένα σύμπαν, αλλά πάρα πολλά και μάλιστα το ένα σύμπαν «γεννάει» το άλλο, μέσα σε μια αέναη διαδικασία παραγωγής συμπάντων, η οποία καταργεί την έννοια της αρχής και του τέλους του χρόνου. Επίσης, δεν αντιλαμβανόμαστε ότι πιθανότατα ζούμε σε δέκα διαστάσεις, ενώ δεν αποκλείεται στο μέλλον να δημιουργούμε σύμπαντα στο εργαστήριο! Αυτά υποστηρίζει, μεταξύ άλλων, ο Φυσικός Δημήτρης Νανόπουλος, εκπρόσωπος της χώρας μας στο CERN, διευθυντής Αστροσωματιδιακής Φυσικής του Κέντρου Προκεχωρημένων Ερευνών του Χιούστον (HARC) και διευθυντής ενός ερευνητικού τμήματος του World Laboratory στη Λωζάνη της Ελβετίας
. Ο Δημήτρης Νανόπουλος, καθηγητής Φυσικής του πανεπιστημίου του Τέξας A&M (ΗΠΑ) και τακτικό μέλος της Ακαδημίας Αθηνών, μίλησε χθες βράδυ στη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών, σχετικά με το πείραμα του Μεγάλου Επιταχυντή Αδρονίων του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Πυρηνικών Ερευνών (CERN) και την πειραματική διερεύνηση της ύπαρξης του Πολυσύμπαντος (multiverse). Ο καθηγητής παρουσίασε μερικές από τις νέες επιστημονικές ιδέες που ανέπτυξε πρόσφατα με την ερευνητική ομάδα του στο αμερικανικό πανεπιστήμιο και οι οποίες δίνουν μια πολύ συγκεκριμένη μορφή στην έννοια του Πολυσύμπαντος. Με βάση μαθηματικές εξισώσεις, εκτιμά ότι είναι δυνατό να υπάρχουν δέκα εις την πεντακοσιοστή σύμπαντα (ο αριθμός 10 με εκθέτη τον αριθμό 500!), σύμφωνα με τη θεωρία της Υπερσυμμετρίας (SUSY) και των Υπερχορδών, η οποία προβλέπει ότι, εκτός από τις γνωστές τέσσερις "μεγάλες" διαστάσεις - τρεις του χώρου (μήκος, πλάτος, ύψος) και ο χρόνος - υπάρχουν ακόμα έξι ή επτά, που βρίσκονται "διπλωμένες" σε τρομερά μικρό χώρο, ανεβάζοντας σε 10 ή 11 τον συνολικό αριθμό των διαστάσεων. "Ζούμε σε δέκα διαστάσεις, αλλά δεν το αντιλαμβανόμαστε" είπε ο Δ. Νανόπουλος.

Η θεωρία του πολυσύμπαντος ή των πολλών παράλληλων συμπάντων έχει διάφορες εκδοχές, μια από τις οποίες προωθεί σθεναρά ο Δ. Νανόπουλος. Τόνισε όμως ότι μια τέτοια θεωρία έχει νόημα μόνο αν καταστεί δυνατό να αποδειχτεί πειραματικά και σε αυτό μπορεί να βοηθήσει ο επιταχυντής του CERN, για τον οποίο είπε ότι πλέον "δουλεύει ρολόι", αν και οι φυσικοί που αναλύουν τις συγκρούσεις των σωματιδίων, είναι αναγκασμένοι "να ψάχνουν ψύλλους στα άχυρα".

Σύμφωνα με τον Έλληνα επιστήμονα, κάθε επιμέρους σύμπαν (μεταξύ αυτών το δικό μας) μέσα στο πολυσύμπαν μπορεί να έχει τους δικούς του ξεχωριστούς φυσικούς νόμους, που ισχύουν μόνο σε αυτό, ενώ στα άλλα σύμπαντα οι νόμοι που τα διέπουν, μπορεί να είναι αφάνταστα διαφορετικοί ή και σχετικά παρόμοιοι, έχουν όμως οπωσδήποτε ως κοινό παρονομαστή τη βαρύτητα. Το ένα σύμπαν "γεννάει" το άλλο, μέσα σε μια αέναη διαδικασία παραγωγής συμπάντων, η οποία, όπως είπε, καταργεί την έννοια της αρχής και του τέλους του χρόνου.

Ο Δ. Νανόπουλος είπε ακόμα ότι τα άλλα σύμπαντα που απαρτίζουν το πολυσύμπαν, οι "φυσαλίδες της πραγματικότητας", όπως τα χαρακτήρισε, είναι δυνατό να βρίσκονται πολύ κοντά μεταξύ τους (κυριολεκτικά δίπλα μας!), αλλά δεν μπορούν να επικοινωνήσουν. Δεν απέκλεισε όμως ότι ίσως είναι δυνατό να γίνει μετάβαση από το ένα σύμπαν στο άλλο. Με λίγη δόση χιούμορ, ανέφερε ότι "θα έπρεπε να παρακαλάμε να μην ξυπνήσουμε ένα πρωί και γίνει ξαφνική ολική μεταβολή, για παράδειγμα περάσουμε από ένα σύμπαν με τέσσερις ("μεγάλες") σε ένα άλλο με έξι διαστάσεις". Δεν απέκλεισε μάλιστα ότι κάποια σύμπαντα θα μπορούσαν π.χ. να αποτελούν δημιούργημα ενός "χάκερ" σε κάποιο άλλο σύμπαν. Αν τελικά αποδειχτεί η θεωρία του πολυσύμπαντος, τότε "θα καταλαβαίνουμε τον μηχανισμό παραγωγής συμπάντων", οπότε, όπως είπε, όσο κι αν ακούγεται εξωφρενικό, "είναι πιθανό στο μέλλον να δημιουργηθεί ένα σύμπαν στο εργαστήριο" ("και δεν είμαι τρελός…", φρόντισε να διευκρινίσει!).

Ο Έλληνας φυσικός επιτέθηκε στους υπέρμαχους της "ανθρωπικής Αρχής" (που λένε ότι το σύμπαν είναι "κομμένο και ραμμένο" στα μέτρα των ανθρώπων), αντιτείνοντας ότι "δεν του καίγεται καρφάκι του σύμπαντος για εμάς", ενώ χαρακτήρισε τη θεωρία του πολυσύμπαντος "το τελευταίο καρφί στο φέρετρο της τελεολογίας". Απαντώντας σε σχετική ερώτηση, διευκρίνισε ότι δεν έχει χάσει το νόημα της η αναζήτηση μιας "ενοποιημένης θεωρίας του παντός" στην Φυσική, όμως δεν θα αφορά παρά μια λύση μοναδική για το δικό μας σύμπαν και τίποτε περισσότερο.

Τέλος, απαντώντας σχετικά με τις φιλοσοφικές προεκτάσεις της θεωρίας του πολυσύμπαντος, είπε ότι παραπέμπει σε "ένα νέο Διαφωτισμό" που ανοίγει νέους δρόμους για την ανθρωπότητα. Ακόμα, αρνήθηκε ότι υπάρχουν φραγμοί και όρια στις δυνατότητες του ανθρώπινου νου να συλλάβει την πραγματικότητα του σύμπαντος, εκτός από τα αναπόφευκτα ποσοτικά όρια στη συσσώρευση γνώσης στο μυαλό του ανθρώπου, όμως γι' αυτό, όπως είπε, υπάρχουν οι ηλεκτρονικοί υπολογιστές ως συμπαραστάτες μας, ενώ στο μέλλον η σχέση τους με τους ανθρώπους θα μπορούσε να γίνει ακόμα πιο στενή.

► Ο Δ. Νανόπουλος γεννήθηκε στην Αθήνα το 1948, σπούδασε Φυσική στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και συνέχισε τις σπουδές του στο Πανεπιστήμιο του Σάσεξ της Αγγλίας, όπου απέκτησε το διδακτορικό του (Ph.D), το 1973, στη Θεωρητική Φυσική των Υψηλών Ενεργειών. Διετέλεσε ερευνητής στο CERN και επί σειρά ετών ανήκε στο ανώτερο ερευνητικό προσωπικό του Κέντρου. Διετέλεσε επίσης ερευνητής στη σχολή Ecole Normale Superieure στο Παρίσι, καθώς και στο Πανεπιστήμιο Χάρβαρντ των ΗΠΑ. Από το 1989, είναι καθηγητής στο Τμήμα Φυσικής του Πανεπιστημίου του Τέξας A&M και από το 2002 κατέχει την έδρα Μίτσελ-Χιπ της Φυσικής Υψηλών Ενεργειών. Είναι επίσης Διευθυντής του Κέντρου Αστροσωματιδιακής Φυσικής του Κέντρου Προκεχωρημένων Ερευνών του Χιούστον (HARC), ενώ διευθύνει επίσης ένα ερευνητικό τμήμα του World Laboratory στη Λωζάνη της Ελβετίας. Το 1997, εξελέγη τακτικό μέλος της Ακαδημίας Αθηνών. Από τον Ιανουάριο του 2005 είναι εθνικός εκπρόσωπος της Ελλάδας στο CERN, ενώ υπήρξε επίσης πρόεδρος του Εθνικού Συμβουλίου Έρευνας και Τεχνολογίας (Ε.Σ.Ε.Τ.) από το 2005 έως το 2009 και εθνικός εκπρόσωπος στον Ευρωπαϊκό Οργανισμό Διαστήματος (ESA) από το 2005 έως το 2006.
(Πληροφορίες από ΑΠΕ-ΜΠΕ)

Ποια Ευρώπη θέλουμε;


Ναπολέων Μαραβέγιας



Τα τελευταία χρόνια η Ευρωπαϊκή Ένωση περνά μια κρίση που ίσως δεν έχει προηγούμενο. Μετά την ευφορία της δεκαετίας του ’80 με την ολοκλήρωση της ενιαίας εσωτερικής και το διπλασιασμό των πόρων για τις πολιτικές Συνοχής, καθώς και της δεκαετίας του ’90, με την επιτυχή κατάληξη της πορείας προς την νομισματική ένωση, το ευρωπαϊκό εγχείρημα δείχνει να έχει χάσει το δυναμισμό και τον προσανατολισμό του. 

Μερικοί υποστηρίζουν ότι η Ε.Ε πάσχει από σοβαρή ασθένεια απώλειας προσανατολισμού που μπορεί να είναι και ανίατη. Άλλοι υποστηρίζουν ότι έχει απλώς «δυσπεψία» γιατί δεν μπορεί να αφομοιώσει τη μεγάλη διεύρυνση προς τις χώρες της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης ενώ μερικοί ακόμη θεωρούν ότι η απόσυρση της Συνταγματικής Συνθήκης και η υιοθέτηση της Μεταρρυθμιστικής Συνθήκης της Λισσαβόνας μπορεί να είναι σύμπτωμα της κρίσης και όχι η αιτία της.


Σχεδόν όλοι ,ωστόσο, συμφωνούν ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση των 27 δεν μπορεί να είναι πλέον η Ευρώπη των 15. Και μόνο ο διπλασιασμός σχεδόν των χωρών-μελών αλλάζει το χαρακτήρα του οικοδομήματος από κάθε άποψη. Με την διεύρυνση διευρύνονται οι κάθε μορφής διαφορές: γεωγραφικές, οικονομικές, πολιτιστικές, κοινωνικές, ιδεολογικές, πολιτικές. Διευρύνεται το φάσμα των προτιμήσεων των πολιτών των Χωρών-Μελών και διασπάται η, μετά από πολλά χρόνια κοινής πορείας αίσθηση συμμετοχής σε κάποιο κοινό σχέδιο πολιτικής ενοποίησης, η οποία υπήρχε σε διαφορετικό βαθμό στις παλαιότερες Χώρες-Μέλη.


Με τη διεύρυνση διευρύνονται και τα ελλείμματα κάθε μορφής : Έλλειμμα δημοκρατικής λειτουργίας και νομιμοποίησης, έλλειμμα διαφάνειας, έλλειμμα κοινωνικής πολιτικής, έλλειμμα συνοχής, έλλειμμα κοινής στρατηγικής απέναντι στις προκλήσεις του σημερινού κόσμου .

Συνεπώς ,μήπως είναι η διεύρυνση που οδήγησε στη σημερινή κρίση; Αν είναι έτσι τότε γιατί όλες σχεδόν οι παλαιότερες χώρες-μέλη συμφώνησαν τελικά να πραγματοποιηθεί η διεύρυνση. Προφανώς, η κάθε μια είχε να κερδίσει κάτι από την διεύρυνση αλλά όλες μαζί μάλλον έχασαν συνολικά.

Μήπως όμως τελικά η διεύρυνση δεν είναι παρά μόνο μια από τις αιτίες της σημερινής κατάστασης. Μήπως η βαθύτερη αιτία της κρίσης είναι η άρνηση όλων των Κρατών-Μελών, με προφανείς διαβαθμίσεις , να προχωρήσουν στην οικονομική ολοκλήρωση πέρα από την δημιουργία της εσωτερικής αγοράς και την νομισματική ένωση .

Όμως το κρίσιμο βήμα που θα άλλαζε ριζικά το ευρωπαϊκό οικοδόμημα είναι η εκχώρηση εθνικών αρμοδιοτήτων προς υπερεθνικό επίπεδο στον τομέα της δημοσιονομικής πολιτικής.

Η δημοσιονομική πολιτική δηλαδή σε ευρωπαϊκό επίπεδο είσπραξη των εσόδων και η κατανομή των δαπανών μέσω ενός κοινού ευρωπαϊκού προϋπολογισμού θα άλλαζε την ουσία της Ευρωπαϊκής Ένωσης και θα της έδινε χαρακτηριστικά με πολιτικής οντότητας. Οι πολίτες των Χωρών -Μελών της Ευρώπης θα ήταν και φορολογούμενοι πολίτες της Ευρώπης και επωφελούμενοι από τον Κοινό Ευρωπαϊκό Προϋπολογισμό. 

Οι πολίτες της Ευρώπης θα είχαν έτσι πλέον κοινά συμφέροντα ανεξαρτήτως εθνικότητας και η πολιτική διαμάχη για την αναδιανομή μέσω φόρων-δαπανών θα προσελάμβανε πανευρωπαϊκά χαρακτηριστικά με ιδεολογικό και όχι εθνικό περιεχόμενο, όπως συμβαίνει σήμερα με τους πολίτες ενός εθνικού κράτους, οι οποίοι συνεισφέρουν και επωφελούνται από τον εθνικό προϋπολογισμό ανάλογα με το πολιτικό πρόγραμμα του κόμματος που έχει την πλειοψηφία στην εθνική Βουλή, ανεξάρτητα από την περιφέρεια που κατοικούν .

Όμως σ’ αυτό το κρίσιμο βήμα δεν φαίνεται να είναι καμιά Χώρα-Μέλος διατεθειμένη να προχωρήσει. Αντίθετα, υπάρχει μια γενικευμένη αντίθεση στην αύξηση των πόρων και συνεπώς των δαπανών του Κοινοτικού Προϋπολογισμού. Αργά αλλά σταθερά οι κοινές πολιτικές που συνοδεύονται με κοινή χρηματοδότηση υποχωρούν (Κοινή Αγροτική Πολιτική) και στη θέση τους αναπτύσσονται κοινοτικές πολιτικές με εθνική χρηματοδότηση, ενώ η μέθοδος του ανοικτού συντονισμού για την εφαρμογή διαφόρων πολιτικών γενικεύεται (κοινωνική πολιτική, εκπαιδευτική πολιτική κλπ).

Βέβαια, η εκχώρηση εθνικών αρμοδιοτήτων προς το ευρωπαϊκό επίπεδο στο δημοσιονομικό τομέα (φόροι-δαπάνες-αναδιανομή) είναι εξαιρετικά δύσκολη υπόθεση διότι η άσκηση της δημοσιονομικής πολιτικής αποτελεί τον όρο ύπαρξης ενός εθνικού κράτους. Φαίνεται ότι είναι ακόμη δυσκολότερη και από την εκχώρηση εθνικών αρμοδιοτήτων στον τομέα της νομισματικής πολιτικής. Όμως, χωρίς αυτό το βήμα κάθε συζήτηση για παραπέρα εμβάθυνση της Ευρωπαϊκής Ολοκλήρωσης είναι χωρίς περιεχόμενο.

Όσο δεν προχωρούν τα Κράτη-Μέλη σε τέτοιου είδους εγχείρημα έστω και σταδιακά, η αίσθηση της κρίσης θα είναι παρούσα γιατί οι Ευρωπαίοι πολίτες νοιώθουν ότι ένα μεγάλο μέρος της καθημερινής ζωής και δράσης τους ρυθμίζεται σε ευρωπαϊκό επίπεδο χωρίς όμως αυτό να συνοδεύεται από τη δυνατότητα της Ευρωπαϊκής Ένωσης να παρέμβει με την αναγκαία χρηματοδότηση.

Θα μπορούσε να διακρίνει κανείς μια απόσταση μεταξύ της ρύθμισης σε ευρωπαϊκό επίπεδο και της χρηματοδότησης σε εθνικό επίπεδο. Μ’ άλλα λόγια είναι αντιφατικό να υιοθετούνται οι στόχοι μιας κοινής πολιτικής από όλα τα Κράτη-μέλη αλλά η χρηματοδότηση για την επίτευξή των στόχων αυτών να εξαρτάται από τον εθνικό προϋπολογισμό κάθε κράτους-μέλους. Το μεγαλύτερο μέρος των ελλειμμάτων που υποσκάπτουν την Ευρωπαϊκή Ένωση στα μάτια των ευρωπαίων πολιτών οφείλεται σ’ αυτή την αντίφαση μεταξύ ευρωπαϊκών στοχεύσεων και της ευρωπαϊκής χρηματοδοτικής αδυναμίας να υποστηριχθούν αυτές οι στοχεύσεις με χαρακτηριστικό παράδειγμα την αντιμετώπιση της ανεργίας και γενικότερα την άσκηση κοινωνικής πολιτικής, όπως αυτές διακηρύχτηκαν με την Στρατηγική της Λισαβόνας. 

Ακόμη και το έλλειμμα δημοκρατικής λειτουργίας και νομιμοποίησης της Ευρωπαϊκής Ένωσης, με την έννοια της λήψης αποφάσεων από όργανα χωρίς άμεση δημοκρατική εντολή και χωρίς λογοδοσία, θα μπορούσε να μειωθεί αν τα συμφέροντα των κοινωνικών ομάδων συγκροτούνταν σε ευρωπαϊκό και όχι εθνικό επίπεδο λόγω της κοινής ευρωπαϊκής δημοσιονομικής πολιτικής και οδηγούσαν σε πραγματικά ευρωπαϊκά πολιτικά κόμματα με σαφείς ιδεολογικές αντιπαραθέσεις και τελικά σε ευρωπαϊκή κυβέρνηση που θα στηριζόταν στην εκάστοτε πολιτική πλειοψηφία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου.

Όσον αφορά στη διαμόρφωση μιας Κοινής Εξωτερικής Πολιτικής σε ευρωπαϊκό επίπεδο, που θα μπορούσε να ασκηθεί στηριζόμενη σε μια κοινή αμυντική πολιτική και σε ευρωπαϊκές ένοπλες δυνάμεις, και εδώ απαιτείται εκχώρηση των εθνικών αρμοδιοτήτων στον τομέα της εθνικής ασφάλειας και κυριαρχίας ο οποίος επίσης αποτελεί θεμελιακό στοιχείο της κρατικής υπόστασης ενός έθνους, όπως και ο δημοσιονομικός τομέας (είσπραξη φόρων και κατανομή των δαπανών).

Μήπως, σ’ αυτούς τους δύο τομείς δεν μπορεί να περιμένει κανείς καμιά υποχώρηση του εθνικού Κράτους; Μήπως η Ευρωπαϊκή Ολοκλήρωση έχει φθάσει τα όριά της στη σημερινή ιστορική φάση; Μήπως, τελικά η κρίση που διαπιστώνεται στην Ευρωπαϊκή Ένωση είναι ουσιαστικά μια σειρά άλυτων αντιφάσεων μεταξύ της ανάγκης για κοινές πολιτικές σε ευρωπαϊκό επίπεδο στο σύγχρονο παγκοσμιοποιημένο οικονομικό σύστημα και της αδυναμίας εφαρμογής αυτών των ευρωπαϊκών πολιτικών επειδή τα εθνικά κράτη αρνούνται να «παραδώσουν» τα τελευταία οχυρά της κρατικής τους υπόστασης; 

Το ζήτημα συνεπώς δεν είναι ποια Ευρώπη θέλουμε αλλά ποια Ευρώπη είναι ιστορικά εφικτή στη σημερινή πραγματικότητα .Βεβαίως, η μελλοντική εξέλιξη είναι άδηλη. Κανείς δεν μπορούσε να φανταστεί το 1940 ότι 60 χρόνια αργότερα η Γερμανία και η Γαλλία θα είχαν κοινό νόμισμα.


Το άρθρο δημοσιεύθηκε στο Περιοδικό « Κοινωνία Πολιτών» τ.14

Ο κ. Ναπολέων Μαραβέγιας είναι Καθηγητής της Ευρωπαϊκής Οικονομίας στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών.

Πέμπτη 10 Μαρτίου 2011

Φονταμενταλισμός και νεωτερικότητα

Φονταμενταλισμός και νεωτερικότητα
Μαθητές ισλαμικού ιεροδιδασκαλείου (μαντράσας) διαδηλώνουν στο Καράτσι τον περασμένο Δεκέμβριο, μετά τη βομβιστική επίθεση στη Βομβάη


Τα πρόσφατα τρομοκρατικά γεγονότα στη Βομβάη φέρνουν πάλι στο προσκήνιο την προβληματική γύρω από τον θρησκευτικό φονταμενταλισμό. Σε αυτό το άρθρο εξετάζω τη σχέση του φονταμενταλισμού με τη νεωτερικότητα. Ο φονταμενταλισμός, στο επίπεδο της ιδεολογίας, τονίζει την επιστροφή σε μια χρυσή εποχή όπου κάποιες βασικές αρχές (τα «fundamentals») κυριαρχούσαν στον ιδιωτικό και δημόσιο βίο. Στην πραγματικότητα όμως, στο επίπεδο της κοινωνικής οργάνωσης ο φονταμενταλισμός δεν είναι ούτε επιστροφή σε κάποια παραδοσιακή κατάσταση, ούτε «απομεινάρι» ενός αρχαϊκού κόσμου που νομοτελειακά η εξελικτική πορεία της ανθρωπότητας θα εξαφανίσει. Ο φονταμενταλισμός ως κοινωνικό σύστημα είναι ένα καθαρά νεωτερικό φαινόμενο.

Συνήθως ταυτίζουμε τη νεωτερικότητα με το είδος των φιλελεύθερων κοινωνιών που κυριάρχησαν στη Δύση μετά την ήττα των δυνάμεων του Αξονα στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Ξεχνάμε όμως πως αυταρχικές κοινωνίες όπως αυτή της ναζιστικής Γερμανίας, της σταλινικής Σοβιετικής Ενωσης και της φασιστικής Ιαπωνίας ήταν εξίσου νεωτερικές. Ξεχνάμε πως υπήρχε π.χ. ένας ναζιστικός εκσυγχρονισμός που δεν ήταν λιγότερο αποτελεσματικός από τον φιλελεύθερο. Ξεχνάμε επίσης πως η ήττα των δυνάμεων του Αξονα είχε συγκυριακό, παρά αναπόφευκτο χαρακτήρα. Ξεχνάμε με άλλα λόγια πως δεν υπάρχει μία αλλά πολλές νεωτερικότητες, μία εκ των οποίων είναι η φιλελεύθερη δυτική. Με βάση τα παραπάνω το επιχείρημα που θα αναπτύξω είναι πως ο φονταμενταλισμός στον χώρο της θρησκείας αποτελεί ένα αυταρχικό είδος νεωτερικής θρησκευτικότητας. Θα ξεκινήσω με λίγα λόγια πάνω στην έννοια της νεωτερικότητας. Αν επικεντρώσουμε την προσοχή μας όχι στον χώρο της τέχνης και της κουλτούρας αλλά στον χώρο των κοινωνικών δομών, η νεωτερικότητα αναφέρεται στο είδος της κοινωνικής οργάνωσης που κυριάρχησε στη Δυτική Ευρώπη μετά την αγγλική, βιομηχανική, και τη γαλλική επανάσταση. Ενέχει δύο βασικές διαστάσεις:

▅ Ενταξη στο εθνικό κέντρο 
Η πρώτη διάσταση αφορά την έκλειψη της μη διαφοροποιημένης, «κλειστής» παραδοσιακής κοινότητας και του οικονομικού, πολιτικού, κοινωνικού και πολιτισμικού τοπικισμού που συνδέεται πάντα με αυτού του είδους την κοινωνική οργάνωση. Αυτή η έκλειψη οδηγεί στη μαζική κινητοποίηση και ένταξη του πληθυσμού σε αυτό που ο Β. Αnderson αποκαλεί «φαντασιακή κοινότητα» του κράτους-έθνους. Πράγματι η ανάπτυξη του κράτους-έθνους στον 19ο και 20ό αιώνα δημιούργησε ένα πλαίσιο μέσα στο οποίο η συγκέντρωση όχι μόνο των μέσων παραγωγής (Μarx) αλλά και των μέσων κυριαρχίας και πολιτισμικής παραγωγής (Weber) πήρε τεράστιες διαστάσεις: οι βασικοί πόροι περνούν από τα χέρια των τοπικών σε αυτά των εθνικών ελίτ και οι ταυτίσεις/ προσανατολισμοί των υποκειμένων μετατίθενται από την περιφέρεια στο κέντρο. Ετσι το κράτος/ έθνος (και με την αυταρχική και με τη δημοκρατική μορφή του) κατόρθωσε, με τη βοήθεια νέων τεχνολογιών, να σπάσει τους παραδοσιακούς τοπικισμούς και να διεισδύσει στην περιφέρεια της κοινωνίας σε βαθμό αδιανόητο στις προνεωτερικές κοινωνίες. Μια δεύτερη βασική διάσταση της νεωτερικότητας είναι η διαφοροποίηση του κοινωνικού ιστού σε ξέχωρους θεσμικούς χώρους (οικονομικό, πολιτικό, θρησκευτικό κ.λπ.), που ο καθένας έχει, τουλάχιστον δυνητικά, τη δική του λογική και τις δικές του αξίες. Η μοναδικότητα της νεωτερικής κοινωνικής οργάνωσης εδώ έγκειται στο γεγονός πως για πρώτη φορά στην ιστορία της ανθρωπότητας η κοινωνική διαφοροποίηση δεν περιορίζεται στην «κορυφή» του κοινωνικού σχηματισμού (όπως συνέβαινε στις μερικά διαφοροποιημένες παραδοσιακές κοινωνίες). Η κοινωνική διαφοροποίηση στη νεωτερικότητα είναι «ολική», δηλαδή διαπερνά όλη την κοινωνία, λειτουργεί από την κορυφή ως τη βάση της.

▅ Νεωτερική θρησκευτικότητα 
Με βάση τα παραπάνω ο φονταμενταλισμός και ως λόγος και ως κοινωνική οργάνωση ενέχει τα δύο βασικά χαρακτηριστικά της νεωτερικότητας: την κινητοποίηση/ ένταξη στο εθνικό κέντρο και την ολική διαφοροποίηση θεσμικών χώρων. Οπως είναι γνωστό ο φονταμενταλισμός, ως θρησκευτικός προσανατολισμός, έχει παίξει σημαντικό ρόλο και στις τρεις αβραμαϊκές θρησκείες (ιουδαϊσμός, χριστιανισμός, ισλαμισμός). Στη σημερινή συγκυρία όμως είναι στους κόλπους του Ισλάμ που τα φονταμενταλιστικά κινήματα έχουν ιδιαίτερη ισχύ και καθορίζουν σε μεγάλο βαθμό το πολιτικό και κοινωνικό γίγνεσθαι. Παίρνοντας ως παράδειγμα χώρες της Μέσης Ανατολής και της Βόρειας Αφρικής, βλέπουμε στη μετααποικιοκρατική, μεταπολεμική περίοδο (κυρίως στις τρεις τελευταίες δεκαετίες) έναν ανερχόμενο φονταμενταλιστικό ισλαμισμό που αμφισβητεί τον εκδυτικισμό προτείνοντας έναν ισλαμικού τύπου θρησκευτικο-πολιτικό εκσυγχρονισμό.

Συγκεκριμένα, εστιάζοντας στη νεωτερική διάσταση της κινητοποίησης / ένταξης στο εθνικό κέντρο, βλέπουμε στις περισσότερες ισλαμικές κοινωνίες το πέρασμα από τη «μικρή» στη «μεγάλη» ή «υψηλή» θρησκευτική παράδοση. Η πρώτη αναφέρεται στο είδος της τοπικιστικής, μη διαφοροποιημένης θρησκευτικής κοινότητας που χαρακτηρίζεται από τον αναλφαβητισμό των μελών της, την κυριαρχία του προφορικού θρησκευτικού λόγου, τη διάσταση της μαγείας, τον δεισιδαίμονα προσανατολισμό προς το θείο, τη λατρεία τοπικών αγίων που λειτουργούν ως ενδιάμεσοι μεταξύ πιστών και Αλλάχ κτλ. Από την άλλη μεριά το «υψηλό» Ισλάμ χαρακτηρίζεται από την κεντρική σημασία του γραπτού λόγου, την έμφαση στα ιερά κείμενα που είναι αποσυνδεδεμένα από τοπικιστικές παραδόσεις και προκαταλήψεις, την ισχυροποίηση μιας κάστας νομομαθών θρησκευτικών ελίτ που ειδικεύονται στην κωδικοποίηση και ερμηνεία των ιερών κειμένων κτλ. Η κυριαρχία του υψηλού, εγγράμματου Ισλάμ, που γίνεται δυνατή με τη χρήση των νέων τεχνολογιών, σημαίνει την κινητοποίηση/ ένταξη των πιστών στην πιο ευρεία, εθνική θρησκευτική κοινότητα, σημαίνει τη μετατόπιση υλικών και συμβολικών πόρων από την περιφέρεια στο κέντρο- σημαίνει με άλλα λόγια τη συγκέντρωση όχι μόνο των μέσων παραγωγής και κυριαρχίας αλλά και των μέσων «σωτηρίας» στα χέρια μιας κεντρικά οργανωμένης θρησκευτικής ελίτ.

▅ Φονταμενταλιστική θρησκευτικότητα 
Η νεωτερική θρησκευτικότητα δεν χαρακτηρίζεται μόνο από την κινητοποίηση/ ένταξη στο κέντρο, χαρακτηρίζεται επίσης από τη δεύτερη διάσταση της νεωτερικότητας- δηλαδή από τη διαφοροποίηση του θρησκευτικού χώρου από τους άλλους θεσμικούς χώρους (οικονομικό, πολιτικό κτλ.). Χαρακτηρίζεται με άλλα λόγια από τη διαδικασία της εκκοσμίκευσης. Οπως το θρησκευτικό στοιχείο συρρικνώνεται, η θρησκευτική λογική τείνει λίγο- πολύ να διαφοροποιείται από τη λογική των υπολοίπων θεσμικών χώρων. Είναι ακριβώς εναντίον αυτής της διαφοροποίησης/εκκοσμίκευσης που ο θρησκευτικός φονταμενταλισμός στρέφει τα πυρά του. Στην περίπτωση της μη φονταμενταλιστικής νεωτερικής θρησκευτικότητας (στο Ισλάμ, στον Χριστιανισμό και αλλού) η διαδικασία της εκκοσμίκευσης γίνεται αποδεκτή. Αργά ή γρήγορα βλέπουμε μια ισορροπία μεταξύ της λογικής του θρησκευτικού, του πολιτικού, του οικονομικού, του κοινωνικού χώρου. Στην περίπτωση φονταμενταλιστικών μορφών της νεωτερικής θρησκευτικότητας περνάμε από την ισορροπία των διαφοροποιημένων θεσμικών χώρων σε μια συστηματική προσπάθεια υπόθαλψης της αυτονομίας των μη θρησκευτικών λογικών, μια προσπάθεια ισοπεδωτικής κυριαρχίας του θρησκευτικού στοιχείου.

Αν επιστρέψουμε στο ισλαμικό παράδειγμα, ο ισλαμικός φονταμενταλιστικός λόγος και η επακόλουθη στρατηγική του έχει κεντρικό στόχο την κατάληψη της κρατικής εξουσίας ως το πρώτο στάδιο για τη διαμόρφωση ολόκληρης της κοινωνίας στη βάση ισλαμικών αρχών. Ετσι τα ισλαμικά φονταμενταλιστικά κινήματα που γιγαντώθηκαν μετά την αποτυχία του κοσμικού αραβικού σοσιαλισμού αποτελούν μια πολύ σοβαρή απειλή που στρέφεται εναντίον των κοσμικών κυβερνήσεων μιας σειράς αραβικών χωρών που χάνουν σταδιακά τη λαϊκή τους βάση. Και είναι ακριβώς για αυτόν τον λόγο που αυταρχικές κοσμικές κυβερνήσεις, όπως αυτές της Αιγύπτου, της Τυνησίας, της Αλγερίας, προσπαθούν με λιγότερο ή περισσότερο βίαιο τρόπο να εξουδετερώσουν τον ανερχόμενο φονταμενταλισμό που αμφισβητεί την εξουσία των κοσμικών πολιτικών ελίτ. ▅ Σούνακαι Χαντίθ 
Οσο για τις χώρες όπου οι ισλαμιστές βρίσκονται στην εξουσία, ο στόχος διαμόρφωσης ολόκληρης της κοινωνίας στη βάση της ισλαμικής κοσμοθεωρίας υλοποιείται με τη δημιουργία θεσμών όπου οι θρησκευτικές ελίτ έχουν μεγάλη επιρροή ή και κυριαρχούν όχι μόνο στον θρησκευτικό αλλά και στον πολιτικό χώρο. Ετσι είτε εξετάσουμε ριζοσπαστικά καθεστώτα όπως αυτό του σιιτικού Ιράν, είτε συντηρητικά καθεστώτα όπως αυτό της σουνιτικής Σαουδικής Αραβίας, σε όλες τις περιπτώσεις βλέπουμε μια συστηματική προσπάθεια διαμόρφωσης της κοινωνίας στη βάση των αμετάβλητων ιερών κανόνων του Κορανίου (Σούνα και Χαντίθ) και των εξελισσομένων ερμηνειών της Σαρία από τους νομομαθείς ουλέμα. Στις παραπάνω περιπτώσεις η διαφοροποίηση θεσμικών χώρων εξακολουθεί να υφίσταται- άρα δεν έχουμε, όπως πολλοί νομίζουν, επιστροφή σε μια μη διαφοροποιημένη παραδοσιακή κατάσταση. Αλλά οι αυτόνομες λογικές και αξίες των μη θρησκευτικών χώρων αμβλύνονται. Γιατί στα φονταμενταλιστικά καθεστώτα οι ισλαμικές κοινωνίες δεν καθορίζουν μόνο τον θρησκευτικό χώρο αλλά και αυτόν της παιδείας, της τέχνης, της μόδας, των επαγγελμάτων κτλ.

Συμπερασματικά ο φονταμενταλισμός στον χώρο της λατρείας του θείου είναι μια αυταρχική, νεωτερική μορφή του θρησκευτικού φαινομένου. Πρόκειται για έναν αυταρχισμό που στο επίπεδο του κοινωνικού συστήματος προσπαθεί να υποσκάψει τις ιδιαίτερες λογικές και αξίες των μη θρησκευτικών θεσμικών χώρων που η νεωτερικότητα δημιουργεί. Στο επόμενο άρθρο μου θα συνεχίσω την εξέταση του φονταμενταλιστικού φαινομένου επικεντρώνοντας την προσοχή μου λιγότερο στην κοινωνική οργάνωση και περισσότερο στη συγκρότηση της φονταμενταλιστικής προσωπικότητας.

Ο κ. Νίκος Μουζέλης είναι ομότιμος καθηγητής Κοινωνιολογίας στην LSΕ.

Τετάρτη 9 Μαρτίου 2011

Εθνικισμός και κοσμοπολιτισμός


Με την ένταση της οικονομικής κρίσης αναπτύσσεται ραγδαία ένας ακραίος, αμυντικός εθνικισμός και στον δημόσιο χώρο και σε αυτόν της πολιτικής πρακτικής. Λόγω αυτού αξίζει τον κόπο να εξετάσει κανείς τις αλληλοσυνδεόμενες έννοιες του εθνικισμού, του πατριωτισμού και του κοσμοπολιτισμού- έννοιες που παίζουν κεντρικό ρόλο στις διαμάχες περί έθνους και εθνικής ταυτότητας. Ο εθνικισμός, στην κλασική εκδοχή του, είναι άρρηκτα συνδεδεμένος με το κράτος-έθνος- όπως αυτό αναπτύχθηκε στον 19ο και στον 20ό αιώνα. Το κράτος-έθνος κατόρθωσε να διεισδύσει στην περιφέρεια της κοινωνίας σε βαθμό που ήταν αδιανόητος σε προνεωτερικές εποχές, κατόρθωσε δηλαδή να κινητοποιήσει και να εντάξει ολόκληρο τον πληθυσμό μιας επικράτειας στο εθνικό κέντρο. Αυτό σήμαινε τη σταδιακή έκλειψη της παραδοσιακής κοινότητας και τη συγκέντρωση στα χέρια εθνικών ελίτ όχι μόνο των μέσων οικονομικής και πολιτισμικής παραγωγής αλλά και των μέσων κυριαρχίας. Σήμαινε με άλλα λόγια τη μετατόπιση υλικών και άυλων πόρων από την περιφέρεια στο κέντρο. Σήμαινε τέλος ένα πέρασμα από την ταύτιση του ατόμου με την τοπική κοινότητα στην ταύτιση με τη «φαντασιακή κοινότητα» του κράτους-έθνους (Ρ. Αnderson). Ετσι, στις αρχές του 19ου αιώνα, η τοπική ταυτότητα ήταν συχνά ισχυρότερη της εθνικής. Σταδιακά όμως η δεύτερη υπερισχύει της πρώτης. 
Στην ελληνική περίπτωση, για παράδειγμα, πριν από την Επανάσταση του 1821 η ελληνική ταυτότητα ήταν εθνοτική (βασιζόταν στη θρησκεία και στη συνέχεια της γλώσσας) και τοπικιστική (το υποκείμενο ταυτιζόταν με την κοινότητά του και όχι με το οθωμανικό κράτος). Με το όραμα ενός ελληνικού κράτους, την ίδρυσή του και την εδραίωσή του περνάμε από το εθνοτικό στο εθνικό. Από το τοπικό στο υπερτοπικό.
Το κράτος-έθνος δεν κατάφερε μόνο να εντάξει τον πληθυσμό στο εθνικό κέντρο. Κατάφερε επίσης να ομογενοποιήσει τον πληθυσμό μιας επικράτειας είτε με ειρηνικά μέσα (σχολείο, στρατιωτική θητεία κτλ.), είτε με βίαια (π.χ. η εξολόθρευση των Αρμενίων στην Τουρκία). Ο εθνικισμός, ως ιδεολογία, ήταν χρήσιμος, αν όχι απαραίτητος, στη δημιουργία σύγχρονων κρατών, ιδίως στις περιπτώσεις διάλυσης δυναστικών αυτοκρατοριών, όπως αυτές των Αψβούργων και των Οθωμανών. Σε αυτές τις περιπτώσεις ο εθνικισμός ήταν η κύρια κινητήρια δύναμη και για την ανεξαρτησία και, στο εσωτερικό της επικράτειας, για την πάταξη τοπικιστικών δυνάμεων που αντετίθεντο στη δημιουργία ισχυρού εθνικού κέντρου. Και βέβαια, ο εθνικισμός στα Βαλκάνια υπήρξε βάση πολεμικών συγκρούσεων μεταξύ των νέων ανεξάρτητων χωρών που είχαν ανταγωνιστικούς στόχους.
Τα πράγματα αλλάζουν μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Στη Δύση η αποικιοκρατία καταρρέει, ενώ οι φρικιαστικές εκατόμβες και η γενοκτονία των Εβραίων και άλλων μειονοτήτων (αποτελέσματα ενός ακραίου, παρανοϊκού γερμανικού εθνικισμού) κάνουν τους πολίτες και των ηττημένων δυνάμεων του Αξονα και των Συμμάχων να κοιτάζουν με καχυποψία τους σοβινιστικούς εθνικισμούς- είτε αυτοί παίρνουν αποικιοκρατική μορφή είτε τη μορφή αλυτρωτικών διεκδικήσεων.
Οι ευρωπαίοι πολίτες και στο κέντρο και στη νοτιοανατολική ημιπεριφέρεια αρχίζουν σταδιακά να ενδιαφέρονται λιγότερο για τη «δόξα των όπλων» και περισσότερο για την ποιότητα ζωής, λιγότερο για στρατιωτικές περιπέτειες και περισσότερο για τη δημοκρατία και το κράτους δικαίου, λιγότερο για την κατάκτηση εδαφών και περισσότερο για τη διάχυση κοινωνικοοικονομικών δικαιωμάτων. Με άλλα λόγια, το κοινωνικο-δημοκρατικό και ανθρωπιστικό στοιχείο υπερτερεί του γεωπολιτικού. Ετσι περνάμε από τον επιθετικό εθνικισμό στον πατριωτισμό του πολίτη ή του Συντάγματος (Ηabermas).
Δεν είναι περίεργο μάλιστα το ότι μετά την επούλωση των πληγών του Εμφυλίου η πλειονότητα των ελλήνων πολιτών ενδιαφέρεται λιγότερο για αλυτρωτικούς αγώνες και περισσότερο για την πάταξη του κρατικού δεσποτισμού, της διαφθοράς, την ανάπτυξη του κοινωνικού κράτους και την αναβάθμιση της Παιδείας. Αυτού του είδους τα προτάγματα μπορεί να μην εκπληρώθηκαν. Αποτελούν όμως προτεραιότητες για τον μέσο πολίτη.
Τέλος, το πέρασμα από τον εθνικισμό στον πατριωτισμό του Συντάγματος δεν σημαίνει βέβαια την εξαφάνιση της παραδοσιακής κουλτούρας. Μπορεί και πρέπει να σημαίνει τη μετουσίωση της παράδοσης μέσω νέων πολιτισμικών μορφών (στον χώρο των γραμμάτων, της τέχνης, της διανόησης) που συνδέουν το παλιό με το νέο, που φέρνουν πιο κοντά στη σημερινή πραγματικότητα πατροπαράδοτους τρόπους ζωής και έκφρασης.
Τα πράγματα αλλάζουν πάλι στις δεκαετίες του ΄70 και του ΄80. Η ραγδαία νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση δημιούργησε και εξακολουθεί να δημιουργεί τεράστιες κοινωνικές ανισότητες και μεταξύ χωρών και στο εσωτερικό της κάθε χώρας. Στην Ελλάδα ένα μεγάλο κομμάτι του πληθυσμού περιθωριοποιείται. Σε αυτό το πλαίσιο η νεοφιλελεύθερη ιδεολογία θεοποιεί την αγορά και προωθεί την καταναλωτική κουλτούρα. Από την άλλη, δημιουργεί στα περιθωριοποιημένα στρώματα ανάγκες που δεν μπορούν να ικανοποιήσουν.
Αυτή η κατάσταση οδήγησε σε δύο αντικρουόμενες αντιδράσεις. Αυτοί που είναι θύματα της παγκοσμιοποίησης βλέπουν με καχυποψία το άνοιγμα προς τον έξω κόσμο, περιχαρακώνονται, είναι εχθρικοί προς το ευρωπαϊκό και παγκόσμιο γίγνεσθαι. Και όπως η παγκοσμιοποίηση εντείνει την εισροή μεταναστών από τις φτωχές στις σχετικά πλούσιες χώρες, οι τελευταίοι μετατρέπονται σε αποδιοπομπαίους τράγους που ευθύνονται για όλα τα δεινά της χώρας. Ετσι βλέπουμε την επιστροφή ενός παρωχημένου, ξενοφοβικού εθνικισμού, κυρίως στον χώρο των λαϊκών τάξεων.
Από την άλλη μεριά τώρα, οι κερδισμένοι από το παγκόσμιο άνοιγμα των αγορών, ιδίως αυτοί που πλούτισαν εύκολα και απότομα, απεμπολούν και το εθνικιστικό και το πατριωτικό στοιχείο. Γίνονται πολίτες του κόσμου ή μάλλον καταναλωτές σε πλανητικό επίπεδο. Αποσυνδέονται από τις εθνικές ρίζες και εντάσσονται σε μια μεταμοντέρνα καταναλωτική κουλτούρα. Ετσι οι κοσμοπολίτικες, νεοπλουτίστικες ελίτ δεν ενδιαφέρονται ούτε για τα ανθρώπινα δικαιώματα του συνταγματικού πατριωτισμού ούτε για τα εθνικά ιδεώδη.
Ευτυχώς με την παγκοσμιοποίηση δεν έχουμε μόνο τον κοσμοπολιτισμό των jet set και των golden boys. Εχουμε, κυρίως στη νέα γενιά, έναν αντικαταναλωτικό, ανθρωπιστικό κοσμοπολιτισμό που επικεντρώνεται στα προβλήματα των μεταναστών, της παγκόσμιας φτώχειας και της κλιματικής αλλαγής. Αυτού του είδους ο κοσμοπολιτισμός παίρνει τη μορφή κινημάτων που εντάσσονται στη διαμορφούμενη παγκόσμια κοινωνία των πολιτών- κινημάτων, όπως η Greenpeace, οι Γιατροί Χωρίς Σύνορα, η Διεθνής Αμνηστία κτλ.
Συμπερασματικά, το εθνικιστικό, το πατριωτικό και το κοσμοπολίτικο στοιχείο αποτελούν σήμερα μιαν αλυσίδα, ο αδύναμος κρίκος της οποίας είναι το πατριωτικό, ο πατριωτισμός του Συντάγματος. Οσο η κοινωνική περιθωριοποίηση και οι ανισότητες εντείνονται, τόσο ο φοβικός εθνικισμός από τη μια μεριά και ο καταναλωτικός κοσμοπολιτισμός από την άλλη θα καθορίζουν το κοινωνικό γίγνεσθαι.
Ο κ. Νίκος Μουζέλης είναι ομότιμος καθηγητής Κοινωνιολογίας στη London School of Εconomics.

The Arab Democracy Paradox

Mwangi S. Kimenyi,

The unprecedented spread of pro-democracy protests across the Arab world in the past few weeks has taken almost everyone by surprise। As the protests have spread, pundits around the world are scrambling to make sense of them। Roughly speaking, the explanations for the protests can be summarized by discontent around three basic issues: a lack of accountability, a lack of democracy and a lack of jobs
At one level, none of these explanations are satisfactory। The Middle East is not the only region of the world with authoritarian and unaccountable governments. It is certainly not the only place with a large population of young people who are having difficulties finding jobs. The fact that these grievances were serious enough to lead citizens to revolt against their leaders is only obvious on hindsight. Hardly anyone would have predicted these uprisings a year ago.


But if we take a deeper look, we find even more holes in these explanations. Many of the Arab countries that are now experiencing rebellions should not be considered development failures; in many ways, they are actually development successes. In last year’s UN Human Development Report’s assessment of progress, Arab countries do remarkably well. Five Middle Eastern countries are in the top 10 in terms of improvements in the Human Development Index. They include Tunisia, Algeria and Morocco, and Egypt is not far behind [1]. The advances in this region are mainly due to significant improvements in health and education. Even Libya and Iran do well in this long-term assessment despite very low or even negative growth because they saw very rapid advances in life expectancy and school enrollments.

What is striking about the countries of the Middle East is how much they have changed in comparison to other countries that were similar to them 40 years ago. In 1970, Tunisia had lower life expectancy than Congo and Morocco had fewer children in school than Malawi. In fact, it is only over the past four decades that North Africa has become distinctly more developed than the rest of Africa.

Therefore, the democratization movement that is beginning to take shape in the Arab world is a result of development progress and not because it has failed at development. This imbalance between socioeconomic development and democratization is what the 2010 Human Development Report has referred to as the “democratic deficit” in the Arab world. This argument retakes the hypothesis put forward by American sociologist Seymour Martin Lipset more than 50 years ago that the demand for democracy is a result of broader processes of modernization and development. In the long run, it is very difficult for societies that have attained high living standards to tolerate living under autocratic regimes.

But in considering Lipset’s hypothesis, it is important to think carefully about what is meant by development. Much of the scholarship on development has uncritically adopted the view that development is the same as growth in per capita income. From this perspective, the “development causes democracy explanation” would not make sense for the Arab world because the Middle East is not a high growth region in terms of per capita income.

However, the Arab world has experienced very rapid improvements in health and education indicators, which is why a broader measure of development (like the Human Development Index) classifies them as success stories. Life expectancy in North Africa, for example, grew from 51 to 71 years between 1970 and 2010. In countries with similar starting points, life expectancy only grew by 8 years. The share of children in school expanded from 37 to 70 percent (33 percentage points) while in countries with similar starting points it grew by 23 percentage points. For these reasons, the Jasmine revolutions are unlikely to extend to authoritarian regimes in Sub-Saharan Africa, where the pace of improvements in health and education has been much slower. Furthermore, ethnic fractionalization in SSA makes it much more difficult to organize unified mass protests against autocratic regimes.

Access to health and education is arguably a much better measure of the development that is needed for the emergence of democracy. Health and education are often necessary preconditions for meaningful participation in public life. It is also the case that progress in health and education often occurs through the extension of services to disadvantaged and disenfranchised groups. Simply put, once education becomes accessible to a large fraction of the population, it is very hard for an elite group to continue to justify to the exclusion of resources and privileges to the general population.

Much of the Arab world has reached a level of development that is inconsistent with its political system. As citizens in Middle Eastern countries became richer, healthier and more educated, they became much less willing to tolerate being ruled by predatory elites. This interpretation broadly confirms what we are witnessing in the streets of the Middle East. These protests are an the expression of a pro-democracy movement that is often being led by university-educated youth who form part of an emerging middle class that is no longer willing to live under semi-feudal autocrats. While the political systems that emerge from these regime transitions will take time to consolidate, there is little chance that these countries will veer back toward authoritarian rule.

These conclusions are confirmed by existing data. According to the Human Development Report , of the 83 countries that have attained at least a high level of human development only 19 (less than a fourth) are non-democracies. Of these countries, more than half are in the Middle East – among them are Libya, Bahrain, Algeria and Tunisia [2]. What was atypical about the Arab world up until now is that it was generally remarkably authoritarian, given its high level of development. Thus, the current day Jasmine revolutions are the result of this “Arab paradox” of development success without subsequent democratization.

Figures: Democracies and Non-democracies by Level of Development and Region



Notes: HDI refers to the year 2010; the democracy category refers to the year 2008; the definition of democracy applied includes only democracies which have had an alteration of ruling parties.
Source: Human Development Report 2010, and Cheibub, Gandhi, and Vreeland (2009).

The emergence of pro-democracy movements in North Africa prompts us to also carefully reconsider how we think about and measure governance. These countries in the Middle East have governance structures that have fallen out of sync with their socioeconomic development, causing a sea change in political movements. But often in public and policy discourse the concept and measurement of governance is confused with the measurement of quality of life. For example, the 2010 Ibrahim Index of African Governance placed Tunisia and Egypt in reasonably high positions – eighth and ninth respectively – but this was because human development was actually a component of the index. Once we disaggregate the measure, we find that these countries do very poorly in the dimensions of rule of law, accountability and corruption, participation and human rights.

Getting the explanation for the Arab transition to democracy right is extremely important to ensuring the future stability if the region. If one thinks that Arab political systems are in crisis because their development models failed, then one is likely to advocate for wholesale change in these models. While there are of course many legitimate reasons to consider significant changes to the way in which development and economic policies are framed in these countries, we should bear in mind that by and large their policies were successful in improving the health and education of their population and in some cases in generating sustained economic growth. Taking away these achievements would be the greatest threat to the prospects for Arab democracy.



Footnote:

[1] In this article, the terms “Arab states” and “Middle East” are used interchangeably, to refer broadly to the Middle East and North Africa region. This region includes some states that are not ethnically Arab, such as Morocco and Iran, and excludes Arab states in the Sub-Saharan Africa region.

[2] Of the rest, six are in Eastern Europe, where high levels of education are a legacy of the Soviet system.

Κυριακή 6 Μαρτίου 2011

Οι ελληνικές πτωχεύσεις: πολιτικές εξελίξεις και ξένες επεμβάσεις*

Η μελέτη της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας μας βοηθάει να ερμηνεύσουμε πιο αποτελεσματικά τα σημερινά φαινόμενα και να «προβλέψουμε» τις επερχόμενες πολιτικές εξελίξεις. Η εμπλοκή του διεθνούς παράγοντα στην εσωτερική ζωή της Ελλάδας, οικονομικής και πολιτικής, εμφανίζεται από τα πρώτα χρόνια της ελληνικής επανάστασης και συνεχίζεται ως τις μέρες μας. Η ευθύνη ωστόσο για τις ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις βαραίνει πρωτίστως την ελληνική ιθύνουσα τάξη ( αριστοκρατική και αστική) και τους πολιτικούς της εκπροσώπους που κυβέρνησαν αυτόν τον τόπο από τη μέρα της «ανεξαρτησίας» του μέχρι σήμερα.
Μπροστά στο ενδεχόμενο μιας πτώχευσης εξαιτίας του τεράστιου εξωτερικού δημόσιου χρέους είναι ανάγκη να αναμοχλεύσουμε τις αντίστοιχες περιπτώσεις του 19ου κα του 20ου αιώνα. Η πρώτη επίσημη ελληνική πτώχευση μας πηγαίνει πίσω στο 1827, πριν ακόμη αναγνωριστεί το « Βασίλειον της Ελλάδος», όταν η ελληνική διοίκηση του Ιωάννη Καποδίστρια αδυνατεί να πληρώσει τα τοκοχρεωλύσια των «δανείων της Ανεξαρτησίας». Έκτοτε, το ελληνικό αστικό κράτος θα κηρύξει πτώχευση τρεις ακόμη φορές ( 1843,1893/97,1932).
Οι πτωχεύσεις αυτές συνέβαλαν πάντοτε σε πολιτικές ανακατατάξεις και σε παρεμβάσεις των μεγάλων δυνάμεων. Παίρνοντας υπόψη αυτή την ιστορική εμπειρία η ελληνική αριστερά χρειάζεται να χαράξει μια νέα πολιτική που θα οδηγήσει τον ελληνικό λαό στην ανατροπή των σημερινών του αδιεξόδων.

Η πρώτη πτώχευση του 1827

Η αναγνώριση της ελληνικής ανεξαρτησίας ήταν προϊόν των πολεμικών επιτυχιών των ελλήνων κυρίως από το 1821 ως το 1824, του φιλελληνικού κινήματος και κυρίως του ανταγωνισμού των μεγάλων δυνάμεων της εποχής. Το πρωτόκολλο του Λονδίνου του 1830 αποτελεί έναν «έντιμο» συμβιβασμό για τα συμφέροντα τους. Το νεοϊδρυθέν ελληνικό προτεκτοράτο υπήρξε δέσμιο του διεθνούς συστήματος ασφαλείας αλλά και του βρετανικού κυρίως χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου.
Οι χρηματοπιστωτικοί οίκοι του Λονδίνου εκχώρησαν το 1824 και 1825 τα περιβόητα «δάνεια της ανεξαρτησίας» με επαχθείς όρους για τους επαναστατημένους Έλληνες. Ένα μόνο μικρό ποσό από τα συνολικά ποσά των δανείων δαπανήθηκε για τις ανάγκες της επανάστασης. Το μεγαλύτερο σπαταλήθηκε στην προπληρωμή τόκων και προμηθειών, στα χρηματιστήρια της Ευρώπης ή σε παραγγελίες πολεμικού υλικού που ποτέ δεν έφτασε στην Ελλάδα! Το πιο επαχθές όμως μέτρο που προβλέπονταν για την αποπληρωμή των δανείων ήταν η υποθήκευση των « εθνικών κτημάτων» που είχαν εγκαταλειφθεί από τους Τούρκους ιδιοκτήτες τους.
Το 1827 ο Ιωάννης Καποδίστριας απευθύνει έκκληση στις μεγάλες δυνάμεις για χορήγηση νέου δανείου. Ο Κυβερνήτης υπολόγιζε ότι έτσι θα μπορούσε να ξεπληρώσει ένα μέρος των τόκων των προηγουμένων δανείων και με τα υπόλοιπα να ανορθώσει την κατεστραμμένη ελληνική οικονομία. Όμως η απάντηση ήταν αρνητική. Οι ξένοι δανειστές δεν είχαν διάθεση να παραχωρήσουν νέα δάνεια στους Έλληνες. Υπό αυτές τις συνθήκες και μπροστά στην αδυναμία εξυπηρέτησης των δανείων της ανεξαρτησίας η ελληνική διοίκηση οδηγείται στην πτώχευση.
Για την αντιμετώπιση της κατάστασης ο Καποδίστριας στράφηκε σ ένα εσωτερικό κυρίως πρόγραμμα ανοικοδόμησης της οικονομίας που προκάλεσε όμως την αντίδραση τόσο του εξαθλιωμένου λαού που ζητούσε την αναδιανομή των «εθνικών γαιών» όσο και των προκρίτων που αισθάνθηκαν ότι παραμερίζονται από τα κέντρα άσκησης της εξουσίας.

Η Βαυαρική μοναρχία: η πτώχευση του 1843 και το κίνημα της 3ης Σεπτεμβρίου

Για την διασπάθιση των «δανείων της ανεξαρτησίας» ευθύνονται ως ένα βαθμό και οι ίδιοι οι έλληνες καθώς ένα τμήμα τους δόθηκε για την διεξαγωγή των εμφυλίων πολέμων στα χρόνια της επανάστασης. Θα πρέπει ωστόσο να αναγνωρίσουμε ότι η αποδοχή από τη μεριά τους των ληστρικών δανείων ήταν εν μέρει δικαιολογημένη με βάση τις πολεμικές συνθήκες, την διάλυση της οικονομίας και κυρίως την ανάγκη για διεθνή αναγνώριση.
Με την ίδρυση του ελληνικού κράτους και την επιβολή του Όθωνα ως βασιλιά το 1832, οι μεγάλες δυνάμεις και η ξενόφερτη βαυαρική διοίκηση συνέχισαν την καταλήστευση του ελληνικού λαού.
Ο ερχομός του συνοδεύτηκε από εγγυήσεις για την παροχή δανείου 60 εκ. γαλλικών φράγκων ( που δεν είχε δοθεί το 1827). Μέχρι το 1833 είχαν εκχωρηθεί τα 2/3 του δανείου. Στην πραγματικότητα το ποσό που έφτασε και πάλι στην Ελλάδα ήταν πολύ μικρότερο ενώ το μεγαλύτερο μέρος του δαπανήθηκε στο στρατό, την κρατική γραφειοκρατία και την εξυπηρέτηση των δανειακών υποχρεώσεων. Παράλληλα, τα «εθνικά κτήματα» συνέχιζαν να είναι υποθηκευμένα.
Μέχρι το 1843 η οικονομική ανάκαμψη δεν φαινόταν πουθενά. Η χώρα αδυνατούσε να εκπληρώσει το δημόσιο χρέος της. Οι ξένες δυνάμεις αρνήθηκαν να καταβάλουν την τρίτη δόση του δανείου του 1832. Ο Όθωνας αναγκάστηκε να κηρύξει επίσημη πτώχευση εκλιπαρώντας για νέες πιστώσεις.
Υπό τον φόβο της εισβολής των μεγάλων δυνάμεων και κάτω από την υπόδειξή τους προχωρεί στη μείωση των τακτικών δαπανών που περιλαμβάνει και περικοπές μισθών. Ο Βαυαρός βασιλιάς και οι σύμβουλοι του αφού πρώτα συντέλεσαν στην οικονομική παράλυση τους κράτους, στη συνέχεια προσπάθησαν να ικανοποιήσουν τον ξένο παράγοντα βάζοντας στην γκιλοτίνα τα συμφέροντα του ελληνικού λαού.
Η διάσκεψη που συνήλθε στο Λονδίνο έθεσε αυστηρούς όρους για την καταβολή των ελληνικών οφειλών, όρισε επιτροπή ελέγχου της ελληνικής οικονομίας και επέβαλε την εκχώρηση όλων των εθνικών πόρων για την εξυπηρέτηση των δανείων.
Η οικονομική κρίση, η χρεοκοπία και μια σειρά άλλων πολιτικών παραγόντων έθεσαν τη βάση για την παρέμβαση στα πολιτικά πράγματα της χώρας ενός στρατιωτικού κινήματος που τύγχανε της υποστήριξης ή της ανοχής των πολιτικών κομμάτων και του ελληνικού λαού. Οι κινηματίες συμπύκνωσαν τα πολιτικά, οικονομικά και θεσμικά αιτήματα στην απαίτηση για παραχώρηση συντάγματος. Στις 3 Σεπτεμβρίου όταν υπογράφονταν στο Λονδίνο η συμφωνία για τις υποχρεώσεις της Ελλάδας ο λαός στην Αθήνα περικύκλωνε το παλάτι. Κάτω από αυτό το βάρος ο Όθωνας αναγκάστηκε να αποδεχθεί τη θέσπιση συντάγματος. Το σύνταγμα ψηφίστηκε τον Μάρτιο του 1844.

Το «δυστυχώς επτωχεύσαμεν» του Τρικούπη και ο πόλεμος του 1897

Το 1841 ο Βρετανός πρεσβευτής στην Ελλάδα sir Edmund Lyons δηλώνει : « Μια πραγματικά ανεξάρτητη Ελλάδα είναι παραλογισμός. Η Ελλάδα μπορεί να γίνει είτε Ρωσική είτε Αγγλική. Και αφού δεν πρέπει να γίνει ρωσική είναι ανάγκη να γίνει Αγγλική». Η δήλωση αυτή είναι ενδεικτική του τρόπου με τον οποίο οι ξένοι ιμπεριαλιστές αντιμετώπιζαν την ελληνική ανεξαρτησία και έμελε να περιγράψει το ιδιότυπο ημι-αποικιακό καθεστώς των επόμενων δεκαετιών.
Το 1854 ξεσπάει ο Κριμαϊκός πόλεμος ανάμεσα στην Ρωσία από τη μια και τους αγγλογάλλους από την άλλη. Η βαυαρική κυβέρνηση παρασυρμένη από ένα κλίμα εθνικισμού που καλλιεργήθηκε από την εποχή της « Μεγάλης ιδέας» του Κωλέττη σπεύδει να σταθεί στο πλευρό του τσάρου χωρίς να ζητήσει κανένα αντάλλαγμα εδαφικό ή οικονομικό. Η απάντηση των αγγλογάλλων είναι άμεση. Τον Μάιο της ίδιας χρονιάς στρατιωτικό σώμα αποβιβάζεται στον Πειραιά.
Οι σύμμαχοι προχωρούν σε μία άνευ προηγουμένου κατοχή της χώρας ενώ μέχρι το τέλος του πολέμου διορίζουν υπουργούς και ανεβοκατεβάζουν κυβερνήσεις. Το 1857 συγκροτούν μαζί με ρώσους εκπροσώπους μια επιτροπή Διεθνούς Οικονομικού Ελέγχου που είχε ως στόχο την εξεύρεση τρόπων για την πληρωμή των ελληνικών δόσεων του δανείου του 1832. Η επιτροπή αποφασίζει την εκχώρηση των εσόδων του ελληνικού κράτους από τα κυβερνητικά μονοπώλια, τους φόρους του καπνού, τα έσοδα φορολόγησης και τους τελωνειακούς δασμούς. Παράλληλα, καταθέτει προτάσεις και υποδείξεις για την εξυγίανση των δημοσιονομικών και τον εκσυγχρονισμό της δημόσιας διοίκησης.
Από τη δεκαετία του 1860 και έπειτα, η ανάπτυξη της ελληνικής ναυτιλίας, βιομηχανίας και των τραπεζών οδηγούν στην πολιτική αφύπνιση της ελληνικής αστικής τάξης. Τα νέα κοινωνικά στρώματα θα στρατευτούν πολιτικά γύρω από το κόμμα του Χαρίλαου Τρικούπη και οι παραδοσιακές κοινωνικές κάστες γύρω από τον Δηλιγιάννη .
Όταν ο Τρικούπης αναλαμβάνει την πρωθυπουργία το 1881 παρά τις προσπάθειες του για εξορθολογισμό της λειτουργίας του κράτους, στην οικονομική του πολιτική υπηρετεί πιστά τις ανάγκες του μεγάλου κεφαλαίου της εποχής. Την ίδια χρονιά στην Ελλάδα προσαρτάται η Θεσσαλία και η Άρτα. Το εξωτερικό χρέος μεγαλώνει λόγω και των οικονομικών αποζημιώσεων που χρειάζεται να καταβληθούν στην Τουρκία για την παραχώρηση των περιοχών αυτών.
Από το 1879 ως το 1890 η χώρα δανείζεται αλόγιστα ενώ αναγκάζεται να εκχωρεί σε δάνεια το 40 με 50% των εσόδων της. Ο κρατικός προϋπολογισμός τις χρονιές εκείνες είναι μονίμως ελλειμματικός και το ισοζύγιο πληρωμών αρνητικό. Τη δεκαετία του 1880 υπάρχει ραγδαία πτώση στις εξαγωγές του κύριου εξαγωγικού προϊόντος, της σταφίδας, εξαιτίας και της ανάκαμψης των γαλλικών εξαγωγών. Η ελληνική οικονομία φτάνει στην κατάρρευση καθώς τα έσοδα από την εξαγωγή της σταφίδας διοχετεύονταν στην αποπληρωμή του εξωτερικού χρέους. Το 1893 ο Τρικούπης αναφωνεί στη βουλή το ιστορικό « Κύριοι, δυστυχώς επτωχεύσαμεν». Ακόμη μία πτώχευση του ελληνικού κράτους ήταν γεγονός.
Η χρεοκοπία οδήγησε στις πρώτες εργατικές κινητοποιήσεις και απεργίες με πιο σημαντική εκείνη των μεταλλωρύχων του Λαυρίου το 1896. Κυρίως όμως συνέβαλε στην ανάπτυξη μιας εθνικιστικής υστερίας που υποδαυλίζονταν από την «Εθνική Εταιρεία» και την ανοχή ή σύμπραξη της κυβέρνησης Δηλιγιάννη.
Ο Δηλιγιάννης προσπάθησε ανεπιτυχώς να έρθει σε συμφωνία με τους ξένους ομολογιούχους των δανείων για συμβιβασμό. Το 1896 ξεσπάει εξέγερση στην Κρήτη εναντίον της Οθωμανικής διοίκησης . Ο πρωθυπουργός, υπό την πίεση της «Εθνικής Εταιρίας» και της κοινής γνώμης ζητάει από τον βασιλιά Γεώργιο την αποστολή ελληνικών στρατευμάτων. Τα στρατεύματα φτάνουν στο νησί τον Φεβρουάριο του 1897. Η πύλη αντιδρά οργισμένα και στέλνει τον στρατό της κατά μήκος των ελληνοτουρκικών συνόρων ενώ οι μεγάλες δυνάμεις δεν συγκινούνται από τις ελληνικές απαιτήσεις. Αντίθετα αποφασίζουν τον ναυτικό αποκλεισμό της Κρήτης.
Η Ελλάδα ανέτοιμη από κάθε άποψη και θύμα του εθνικιστικού παραληρήματος της « Εθνικής εταιρείας», που ουσιαστικά ασκούσε την εξωτερική πολιτική, και των επικίνδυνων κυβερνήσεων υπέστη στρατιωτική πανωλεθρία από τον τουρκικό στρατό τον Μάιο του 1897. Ως αποτέλεσμα της ήττας αναγκάστηκε να πληρώσει πολεμικές αποζημιώσεις 4 εκ. τουρκικών λιρών και να δεχθεί νέο Διεθνή Οικονομικό Έλεγχο για το διογκωμένο εξωτερικό της χρέος. Ο «Έλεγχος», εκτός από τη διαχείριση όλων των οικονομικών πόρων του κράτους ανέλαβε να καθορίζει και τη νομισματική πολιτική. Η εθνική κυριαρχία της χώρας είχε δεχθεί ακόμη ένα ισχυρό πλήγμα.

Η πτώχευση του 1932 και η δικτατορία του Μεταξά

Η πτώχευση του 1893/97 είχε ως αποτέλεσμα και την χρεοκοπία του παλιού πολιτικού συστήματος. Με το κίνημα στο Γουδί το 1909 και την επικράτηση του Βενιζέλου εγκαινιάζεται μια νέα περίοδος πολιτικής κυριαρχίας της ελληνικής αστικής τάξης. Το « κόμμα των Φιλελευθέρων» επαγγέλθηκε τον εκσυγχρονισμό του ελληνικού κράτους.
Η οικονομική του πολιτική ωστόσο δεν διαφοροποιήθηκε ιδιαίτερα από τις κυβερνήσεις του παρελθόντος ή από τα υπόλοιπα αστικά κόμματα της εποχής. Παρά τις επιτυχίες του στην εξωτερική πολιτική με την προσθήκη των «νέων χωρών» ύστερα από τους Βαλκανικούς πολέμους του 1912-13 και τον Α παγκόσμιο ο Βενιζέλος δεν επιχείρησε μια πραγματικά δίκαιη αναδιανομή του πλούτου προς όφελος της εργατικής τάξης και του λαού. Στα χρόνια των κυβερνήσεων του ( 1910-15, 1917-20, 1928-32) στηρίχθηκε κατά κόρον στον εξωτερικό δανεισμό. Από το 1923 ως το 1932 τα συνεχή δάνεια από το εξωτερικό αυξάνουν το ανυπέρβλητο πια δημόσιο χρέος ενώ το ισοζύγιο πληρωμών παρά τις όποιες προσπάθειες παραμένει αρνητικό.
Το 1929 ξεσπάει η παγκόσμια οικονομική κρίση ύστερα από το κραχ του χρηματιστηρίου της Νέας Υόρκης. Η κρίση είχε άμεσες συνέπειες στην οικονομία της Ελλάδας. Οι εξαγωγές καπνού, που είχε υποκαταστήσει τη σταφίδα ως κύριο εξαγωγικό προϊόν, μειώθηκαν δραματικά εξαιτίας της γερμανικής ύφεσης. Η Γερμανία αποτελούσε τον κύριο εισαγωγέα του ελληνικού καπνού.
Ένα χρόνο πριν, η χώρα είχε επανέλθει στον «κανόνα χρυσού» με σκοπό να προσελκύσει επενδύσεις ξένων κεφαλαίων. Το 1932 όμως η υποτίμηση της στερλίνας και η κατάρρευση των παγκόσμιων αγορών αναγκάζουν την Ελλάδα να τον εγκαταλείψει. Στο μεταξύ η Αγγλία μέσω του Διεθνούς Οικονομικού Ελέγχου και της Δημοσιονομικής Επιτροπής της Κοινωνίας των Εθνών επενέβαινε στις ελληνικές υποθέσεις προσπαθώντας να εξασφαλίσει τις οφειλές προς τους Βρετανούς τραπεζίτες.
Η δραχμή για να παραμείνει στον «κανόνα χρυσού» συνδέεται τώρα με το αμερικανικό δολάριο. Το Σεπτέμβρη του 1931 προκαλείται πανικός με «φυγάδευση» στο εξωτερικό 3,6 εκ. δολαρίων από ιδιώτες και τράπεζες. Η κυβέρνηση αναζητά εναγωνίως νέα δάνεια χωρίς επιτυχία. Η κατάσταση είναι πια μη αναστρέψιμη. Την άνοιξη του 1932 ο Βενιζέλος αναγκάζεται να εγκαταλείψει καθυστερημένα τον « χρυσό κανόνα» και να υποτιμήσει την δραχμή. Την πρωτομαγιά του 1932 ανακοινώνει στη βουλή την πτώχευση της Ελλάδας και την στάση πληρωμών του εξωτερικού χρέους.
Η στάση πληρωμών του χρέους δεν είχε κατά βάση αρνητικά αποτελέσματα καθώς μειώθηκαν τα έξοδα του κράτους ενώ οι επόμενοι προϋπολογισμοί ήταν σχετικά ισοσκελισμένοι. Η κατάσταση ωστόσο παρέμενε δύσκολη για την εργατική τάξη και τους αγρότες. Η αύξηση της ανεργίας και τα φτηνά μεροκάματα που είχε επιβάλει ο Βενιζέλος οδήγησαν την εποχή εκείνη σε δεκάδες απεργίες που κορυφώθηκαν με την αιματοβαμένη πρωτομαγιά του 1936 στη Θεσσαλονίκη. Παράλληλα, οι φτωχοί αγρότες που υπέστησαν εκτεταμένες ζημιές από την οικονομική κρίση έβλεπαν την περαιτέρω ενίσχυση των εισοδημάτων των μεγαλογαιοκτημόνων.
Από το 1932 μέχρι το 1936 η πολιτική ζωή χαρακτηρίστηκε από την παρουσία βραχύβιων κυβερνήσεων και στρατιωτικών πραξικοπημάτων. Το αστικό πολιτικό σύστημα μπροστά στην αδυναμία του να διαχειριστεί όλα τα προηγούμενα χρόνια τις οικονομικές δυσκολίες είχε χάσει κατά πολύ το λαϊκό του έρεισμα. Η επιστροφή του βασιλιά Γεώργιου το 1935 έδωσε το έναυσμα για την άνοδο στην εξουσία του Ιωάννη Μεταξά, που εγκαθύδρισε τη στυγνή δικτατορία της 4ης Αυγούστου 1936. Ο Μεταξάς επανέλαβε την αποπληρωμή του εξωτερικού χρέους και σύναψε νέα ασύμφορα δάνεια από την Αγγλία και τη Γερμανία προσδένοντας ακόμη περισσότερο τη χώρα στο άρμα του διεθνούς ιμπεριαλισμού.

Τότε και σήμερα

Από το τέλος του Β παγκοσμίου πολέμου ως σήμερα όλες οι ελληνικές κυβερνήσεις στήριξαν το μοντέλο «ανάπτυξης» της οικονομίας στον εξωτερικό δανεισμό. Η παραγωγική βάση της χώρας συρρικνώθηκε ενώ οι φορολογικές μεταρρυθμίσεις απέβαιναν πάντοτε προς όφελος του μεγάλου κεφαλαίου και σε βάρος της εργατικής τάξης και των φτωχών λαϊκών στρωμάτων.
Το εξωτερικό δημόσιο χρέος εκτινάχθηκε για να φτάσει σήμερα στο 150% περίπου του Α.Ε.Π. Η είσοδος της χώρας στην Ε.Ε και την Ο.Ν.Ε δεν οδήγησε σε πλεονάσματα της ελληνικής οικονομίας και κατά συνέπεια σε μείωση του χρέους.
Η πακόσμια οικονομική κρίση του 2007 σε σχέση με την Ελλάδα κατέδειξε από τη μια μεριά την εξόφθαλμη αδυναμία του ελληνικού καπιταλιστικού συστήματος να ανταποκριθεί και από την άλλη την ανικανότητα της Ε.Ε να διαχειριστεί την κρίση προς όφελος των λαϊκών συμφερόντων.
Η ύφεση που παρατηρήθηκε στην παγκόσμια οικονομία και το 1929 και το 2007 οδήγησε σε μεγαλύτερη φτώχεια και εξαθλίωση. Και αν την εποχή εκείνη ο παγκόσμιος καπιταλισμός υιοθέτησε τον « κευνσιανισμό» για να ανακάμψει, σήμερα, μπροστά στην κρίση απαντάει με ακόμη πιο βάρβαρα νεοφιλελεύθερα μέτρα.
Η σημερινή κατάσταση της Ελλάδας με την απόλυτη εξάρτηση από τους μηχανισμούς του Δ.Ν.Τ και της Ε.Ε εμφανίζει χαρακτηριστικές ομοιότητες με τις περιόδους των πτωχεύσεων του παρελθόντος. Τρεις είναι οι πιο βασικές :
- Ο ανεξέλεγκτος επαχθής δανεισμός ως μοντέλο «ανάπτυξης» και το τεράστιο εξωτερικό χρέος
- Οι απροκάλυπτες ξένες επεμβάσεις που ασκούν απόλυτο έλεγχο τόσο στην οικονομία όσο και στους πολιτικούς θεσμούς
- Η δυσαρέσκεια του ελληνικού λαού απέναντι στο πολιτικό σύστημα.

Αντωνιάδης Άλκης
πολιτικός επιστήμονας





Βιβλιογραφία

1. Η ιστορία του ελληνικού έθνους, τόμος ΙΒ
2. Η ιστορία του ελληνικού έθνους , τόμος ΙΓ
3. Χ. Τρικούπης, Η ιστορία της ελληνικής επαναστάσεως, τόμος Γ, Γιοβάνη, Αθήνα, 1978
4. Θ. Βερέμης- Γ. Κολιόπουλος , Ελλάς, η σύγχρονη συνέχεια, εκδ. Καστανιώτη, Αθήνα, 2006
5. Π. Τσακαλογιάννης, Σύγχρονη ευρωπαϊκή ιστορία, τόμος Α, Εστία Αθήνα, 2008
6. Ν. Σβορώνος, Επισκόπηση της νεοελληνικής ιστορίας, Θεμέλιο, Αθήνα, 2007
7. Richard Clogg, Συνοπτική ιστορία της Ελλάδας 1770-2000, Κάτοπτρο, Αθήνα, 2002
8. Mark Mazower, Η Ελλάδα και η οικονομική κρίση του μεσοπολέμου, ΜΙΕΤ, Αθήνα, 2002
9. Gunnar Hering, Τα πολιτικά κόμματα στην Ελλάδα 1821-1936, τόμος Α, ΜΙΕΤ, Αθήνα, 2004
10. Gunnar Hering, Τα πολιτικά κόμματα στην Ελλάδα 1821-1936, τόμος Β, ΜΙΕΤ, Αθήνα, 2004
11. Α. Ελεφάντης, Η επαγγελία της αδύνατης επανάστασης, Θεμέλιο, Αθήνα, 1999





* Το παρόν κείμενο είναι μια περίληψη ενός αναλυτικότερου άρθρου βασισμένου σε πηγές της ελληνικής βιβλιογραφίας που θα δημοσιευθεί σύντομα.
© ΠΟΛΙΤΙΚΟΣ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΑΣ
Maira Gall